Στην άγνωστη στους περισσότερους περιπέτεια του ελληνικού χρυσού και την κινηματογραφική μεταφορά του στη Νότια Αφρική το 1941 για να μην πέσει στα χέρια των ναζί, αναφέρθηκε χθες ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, κατά την ξενάγηση της πολιτειακής και πολιτικής ηγεσίας στο αναβαθμισμένο με νέα συστήματα ασφαλείας θησαυροφυλάκιο της χώρας μας.
Μεταξύ των ράβδων χρυσού που βρίσκονται στο θησαυροφυλάκιο της οδού Ομήρου είναι και κάποιες από αυτές που φυγαδεύτηκαν στην Πραιτώρια της Νότιας Αφρικής, ύστερα από ένα περιπετειώδες ταξίδι στη διάρκεια της Κατοχής. Όπως περιγράφεται στην ιστορία της ΤτΕ που έγραψε ο Ηλίας Βενέζης και εκδόθηκε το 1955, ο χρυσός, πριν από την εισβολή των Γερμανών ακόμη, μεταφέρθηκε αρχικά στην Κρήτη, στο υποκατάστημα Ηρακλείου, όπου υπήρχαν αρκετά ασφαλή χρηματοκιβώτια.
Την προπαρασκευαστική εργασία γνώριζαν μόνο τρία – τέσσερα άτομα στην τράπεζα. Ζητήθηκε η συνδρομή του Ναυτικού Επιτελείου, το οποίο έθεσε στη διάθεση της ΤτΕ δύο αντιτορπιλικά, τον «Βασιλέα Γεώργιο» και τη «Βασίλισσα Ολγα», τα οποία μετέφεραν τον χρυσό στο Ηράκλειο στις αρχές Φεβρουαρίου του 1941, Καθαρά Δευτέρα.
«Οταν άρχισε να διαγράφεται ως επικείμενη η κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς», αφηγείται ο Γεώργιος Μαντζαβίνος, υποδιοικητής τότε της ΤτΕ, «θέμα κύριο ήταν να περισώσουμε τον χρυσό του αποθέματος». Αποφασίστηκε να μεταφερθεί ο χρυσός στην Πραιτώρια, έδρα της Κεντρικής Τράπεζας της Νότιας Αφρικής. Το πρώτο σκέλος του ταξιδιού, από το Ηράκλειο στη Σούδα, έγινε με ένα μικρό αγγλικό ρυμουλκό, που λεγόταν «Σάλβια». Υπό διαρκείς επιθέσεις στούκας ο χρυσός μεταφέρθηκε από το υποκατάστημα της ΤτΕ στο λιμάνι του Ηρακλείου και από εκεί φορτώθηκε στο ρυμουλκό. Οταν ξεκίνησε το «Σάλβια», τα στούκας, που το παρακολουθούσαν, του επιτέθηκαν. Ο κυβερνήτης του ρυμουλκού κατόρθωσε με τα μικρά, αντιαεροπορικά πολυβόλα του να καταρρίψει δύο από τα γερμανικά αεροπλάνα και να φτάσει στη Σούδα, με τα κιβώτια του χρυσού στο κατάστρωμα.
Αρχικά ο χρυσός μεταφέρθηκε από την ΤτΕ στην Κρήτη και εν συνεχεία στην Αλεξάνδρεια, για να καταλήξει στην Πραιτώρια.
Από εκεί αρχίζει ένα νέο, δύσκολο εγχείρημα. Τα κιβώτια μεταφορτώθηκαν από το «Σάλβια» στο καταδρομικό «Dido» για να τα μεταφέρει στην Αλεξάνδρεια, πρώτο σταθμό του ταξιδιού. Ο χρυσός αποθηκεύτηκε προσωρινά στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Αιγύπτου. Όταν η διοίκηση της Τραπέζης της Ελλάδος ζήτησε από την Εθνική Τράπεζα της Αιγύπτου να της παραδώσει τον χρυσό, βρέθηκε προ της έντονης αντίρρησης της αιγυπτιακής τράπεζας. «Εμείς ξέρουμε ότι η ΤτΕ είναι στην Αθήνα», έλεγαν οι Αιγύπτιοι, προφανώς υποκινούμενοι από άλλους, αναφέρει ο συγγραφέας. Χρειάστηκαν έτσι πολλά και έντονα διαβήματα για να παραδοθεί τελικά ο χρυσός.
Η μαρτυρία του υποδιοικητή της ΤτΕ καταλήγει ως εξής: «Τοποθετήσαμε τον χρυσό σε φορτηγά αυτοκίνητα και με τη συνοδεία τανκς τον μεταφέραμε μέσω της ερήμου στο Σουέζ. Εκεί φορτώθηκε σε εμπορικό πλοίο που είχε επιταχθεί, στο οποίο επιβιβάστηκε και ο διευθυντής Αριστείδης Λαζαρίδης μαζί με ακόμη έναν υπάλληλο. Έτσι ο χρυσός μεταφέρθηκε στο Ντέρμπαν της Νότιας Αφρικής, όπου στο μεταξύ φτάσαμε κι εμείς. Εκεί φορτώθηκε σε ειδική αμαξοστοιχία, την οποία μας διέθεσε ο στρατάρχης Σματς. Ο χρυσός μετατράπηκε σε ομοειδείς ράβδους και μεταφέρθηκε στην Πραιτώρια, όπου και εναποτέθηκε για φύλαξη στα θησαυροφυλάκια της South African Reserve Bank».
(Φωτό: Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός, ο πρόεδρος της Βουλής και υπουργοί περιηγήθηκαν στο αναβαθμισμένο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας της Ελλάδος, όπου φυλάσσονται οι 71 από τους 151 τόνους του χρυσού της Ελλάδας)
[ΠΗΓΗ: https://www.lamiareport.gr/, 6/2/2024]