Μπορεί να ζήσει η Ευρώπη χωρίς τη Ρωσία και την Κίνα;

Η χθεσινή ομιλία της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για την κατάσταση της Ένωσης είχε μια ιδιαιτερότητα. Διεξήχθη με έναν πόλεμο να μαίνεται σε ευρωπαϊκό έδαφος και εν μέσω της μεγαλύτερης ενεργειακής κρίσης των τελευταίων 50 ετών.

Μέσα από αυτό το πρίσμα δικαιολογείται η αυστηρή κριτική απέναντι στη Ρωσία, αλλά και η άποψη ότι ο στόχος των ρωσικών πυραύλων δεν είναι μόνο η Ουκρανία, αλλά και το διεθνές σύστημα που έχτισαν τα έθνη του κόσμου μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με στόχο την επιδίωξη της ειρήνης, της ασφάλειας, της δικαιοσύνης και της οικονομικής προόδου.

Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν μας θύμισε χθες ότι η Ευρώπη στάθηκε δίπλα στο λαό της Ουκρανίας, όχι μόνο μέσω χρηματοδότησης και παροχής εξοπλισμού, αλλά αγκαλιάζοντας τους πρόσφυγες που βρήκαν καταφύγιο στα σύνορα της, παρέχοντας τους στέγη, τροφή και μόρφωση για τα παιδιά τους, ενώ ταυτόχρονα προβλέπει κονδύλια για την ανοικοδόμηση των σχολείων στο έδαφος της Ουκρανίας και υπόλοιπων κρίσιμων υποδομών.

Την ίδια στιγμή επέβαλε σκληρές οικονομικές κυρώσεις στην Ρωσία, προσπαθώντας να βάλει τροχοπέδη στη χρηματοδότηση της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.

Το κόστος αυτής της επιλογής όμως όπως παραδέχτηκε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν απεδείχθη τεράστιο και είναι ένα κόστος που η Ευρώπη θα το πληρώνει για αρκετά χρόνια, με τους πολίτες της να έχουν μπροστά τους «στιγμές που δεν θα είναι εύκολες». Παραδέχθηκε επίσης ότι «…διακυβεύονται πολλά…και θα δοκιμαστούμε σε επίπεδο ενότητας αλλά και οικονομικής επιβίωσης».

Καταρχάς, το να αναγνωρίζεις το πρόβλημα είναι το πρώτο ουσιαστικό βήμα για την επίλυση του.

Υπάρχει όμως και μια μεγάλη διαφορά από προηγούμενες κρίσεις. Μια διαφορά που ακόμα και πολλοί αντιευρωπαϊστές την αναγνωρίζουν. Η Ευρώπη έχει μάθει από τα λάθη της και όπως θα δούμε παρακάτω, συνεχίζει να μαθαίνει από αυτά. Και όταν μαθαίνει κανείς από τα λάθη του, δύσκολα τα επαναλαμβάνει.

Πριν από δεκαπέντε χρόνια, κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η ΕΕ χρειάστηκε χρόνια ώστε να βρει τη σύμπνοια μεταξύ βορρά και νότου και να συμφωνήσει σε μόνιμες λύσεις. Η χώρα μας ήταν ένα από τα μεγαλύτερα θύματα αυτής της διάστασης απόψεων.

Όταν ξέσπασε όμως η παγκόσμια πανδημία, μέσα σε λίγες εβδομάδες ενεργοποιήθηκαν τα αντανακλαστικά της ευρωπαϊκής ενότητας και καταφέραμε να αναστρέψουμε τη μεγαλύτερη ύφεση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πετυχαίνοντας την ταχύτερη ανάκαμψη μετά τη μεταπολεμική άνθιση.

Η ευρωπαϊκή οικονομία ξεπέρασε σε χρόνο-ρεκόρ τα προ πανδημίας επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης, χάρη στον μετριασμό των κινδύνων της ανεργίας μέσω του εργαλείου «SURE», το οποίο εξασφάλισε θέσεις εργασίας, ακόμα και όταν οι εταιρείες είχαν διακόψει τις δραστηριότητές τους και φυσικά μέσω του κοινού σχεδίου ανάκαμψης, του περίφημου NextGenerationEU.

Το κοινό αυτό σχέδιο θα μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε και την τρέχουσα κρίση, καθώς μέχρι στιγμής έχουν διατεθεί στα κράτη μέλη μόλις 100 δισεκατομμύρια ευρώ.

Αυτό σημαίνει ότι 700 δισεκατομμύρια ευρώ δεν έχουν εισρεύσει ακόμα στην ευρωπαϊκή οικονομία και είναι διαθέσιμα να εξασφαλίσουν διαρκή ροή επενδύσεων σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία, εξασφαλίζοντας τη διατήρηση των θέσεων εργασίας και χρηματοδοτώντας τις νέες ανεμογεννήτριες και τα ηλιακά πάρκα, την τεχνολογία του πράσινου υδρογόνου, τα τρένα υψηλής ταχύτητας και τις ανακαινίσεις εξοικονόμησης ενέργειας.

Αρκεί, όπως επισήμανε με νόημα η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «να φροντίσουμε να φτάσουν τα χρήματα εκεί που πρέπει».

Το συγκεκριμένο εργαλείο δεν είναι το μόνο όπλο στη φαρέτρα της ΕΕ.

Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν παρουσίασε το γενικό περίγραμμα ενός πλήρους σχεδίου που θα καταστήσει σε βάθος χρόνου την Ευρώπη ενεργειακά αυτάρκη, προσαρμοσμένη στο νέο δύσκολο περιβάλλον της κλιματικής αλλαγής, με δυνατές και διαφοροποιημένες εμπορικές συμφωνίες που θα την προφυλάξουν από επικίνδυνες μονομερείς εξαρτήσεις και πάνω από όλα, με μια αυτόνομη βιομηχανία και έναν δυνατό κορμό μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ:

(Φωτό: Shutterstock)

[ΠΗΓΗ: https://www.liberal.gr/, της Μαίρης Βενέτη, 15/9/2022]