Ανοχύρωτοι απέναντι στην ενεργειακή κρίση

Αντιμέτωπες με ένα ολοένα διογκούμενο κύμα αμφισβήτησης, με αφορμή το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης, βρίσκονται οι Βρυξέλλες. Στο επίκεντρο της κριτικής βρίσκεται η αδυναμία της Κομισιόν να χαράξει αποτελεσματική στρατηγική για την ομαλή ενεργειακή μετάβαση με αποτέλεσμα την έξαρση των τιμών της ενέργειας που πλήττουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Ακόμη και τα μέτρα, που ανακοινώθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως “εργαλειοθήκη” για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, χαρακτηρίζονται ως ανεπαρκή, που δεν αντιμετωπίζουν τα δομικά προβλήματα τα οποία βρίσκονται πίσω από το σημερινό πρόβλημα. Όπως, για παράδειγμα, την ανάγκη περαιτέρω ρύθμισης των ενεργειακών αγορών και πρωτίστως του χρηματιστηρίου των ρύπων. Την ίδια στιγμή η Ευρώπη έχει καταστεί έρμαιο των πολιτικών παιχνιδιών και των διαθέσεων της Μόσχας, που είναι και ο βασικός προμηθευτής φυσικού αερίου της Γηραιάς Ηπείρου, καθώς ο διαχρονικός στόχος για διαφοροποίηση των πηγών ενεργειακής προμήθειας παραμένει ακόμη και σήμερα ζητούμενο.

Τα λάθη 

Αν και ο τελικός στόχος, δηλαδή η απανθρακοποίηση του ενεργειακού συστήματος δεν αμφισβητείται πλέον από κανέναν, εντούτοις οι Βρυξέλλες στοχοποιούνται ότι άφησαν ανοχύρωτες τις ευρωπαϊκές οικονομίες απέναντι σε κερδοσκοπικά παιχνίδια αλλά και σε πολιτικές σκοπιμότητες. Τις τελευταίες ημέρες μάλιστα υπήρξε ανοιχτή κριτική από κορυφαίους παράγοντες της ελληνικής αγοράς, αλλά και από μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, που υπογράμμισαν την άμεση ανάγκη να υπάρξουν διορθωτικές παρεμβάσεις, καθώς υπάρχει κίνδυνος η ευρωπαϊκή αγορά να βρεθεί ξανά στο μέλλον αντιμέτωπη με ανάλογες ενεργειακές κρίσεις. Ταυτόχρονα, η αγορά κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ότι οι τρέχουσες υψηλές τιμές της ενέργειας είναι μη βιώσιμες για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις της Ευρώπης.  

Ενδεικτική είναι η κριτική που ασκείται όσον αφορά στη λειτουργία της αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής CO2, του περίφημου χρηματιστηρίου των ρύπων. Ενώ θεωρητικά η αγορά αυτή είναι ένα εργαλείο για τη χρηματοδότηση πράσινων δράσεων και για τη δημιουργία κινήτρου για τη μείωση των εκπομπών, εντούτοις με την είσοδο των traders έχει μετατραπεί σε πεδίο κερδοσκοπικών παιχνιδιών, λένε πηγές της αγοράς. Τα χρήματα που προορίζονται για πράσινες επενδύσεις καταλήγουν εκτός Ευρώπης, προσθέτουν οι ίδιες πηγές που υπογραμμίζουν την ανάγκη για καλύτερη ρύθμιση και εποπτεία της αγοράς των ρύπων. Και όλα αυτά όταν μόλις το 8% της παγκόσμιας εκπομπής CO2 προέρχεται από την Ευρώπη, ενώ το υπόλοιπο 92% συνεχίζει να ρυπαίνει. 

Την ίδια στιγμή, η επιμονή για γρήγορη και χωρίς προετοιμασία εγκατάλειψη του άνθρακα, έχει ως αποτέλεσμα η Ευρώπη να εντείνει την εξάρτησή της από το φυσικό αέριο, χωρίς όμως να υπάρχουν οι κατάλληλες υποδομές, όπως αποθηκευτικοί χώροι. Φύγαμε από το πετρέλαιο, για να μην είμαστε έρμαια του ΟΠΕΚ και καταλήξαμε σε μια αγορά που πρακτικά είναι μονοπώλιο μιας χώρας, της Ρωσίας, αναφέρουν πηγές της αγοράς, επισημαίνοντας και τη γεωπολιτική διάσταση της ενεργειακής κρίσης. 

Ημίμετρα

Η περίφημη εργαλειοθήκη της Κομισιόν περιορίστηκε σε αποσπασματικές προτάσεις για επιδότηση των ευάλωτων καταναλωτών χωρίς να προσφέρει στα κράτη-μέλη χρηματοδοτικά εργαλεία και πόρους, π.χ., για την ενίσχυση της βιομηχανίας. Και βέβαια τα μέτρα δεν ακούμπησαν τις δομικές πτυχές της ενεργειακής κρίσης, την ανάγκη ρύθμισης του χρηματιστηρίου των ρύπων, την προοπτική για από κοινού προμήθεια φυσικού αερίου των κρατών-μελών της Ε.Ε. και την ανάγκη καλύτερης επιτήρησης των αγορών του ηλεκτρισμού και του φυσικού αερίου. 

Όσο όμως η Ευρώπη δεν αντιμετωπίζει τις ρίζες του προβλήματος αυτό θα επανέρχεται. Είναι χαρακτηριστικές οι πρόσφατες δηλώσεις του Ε. Μυτιληναίου, ότι, εάν δεν υπάρξει κατάλληλη προετοιμασία και δεν γίνουν αναγκαίες επενδύσεις για την ενεργειακή μετάβαση, σύντομα θα ζήσουμε και άλλες ενεργειακές κρίσεις. Το παράδοξο, που επισημαίνουν πηγές της αγοράς, είναι ότι ενώ το φυσικό αέριο έχει χαρακτηριστεί ως μεταβατικό καύσιμο, ταυτόχρονα έχει “δαιμονοποιηθεί”  και όλες οι επενδύσεις που σχετίζονται με αυτό όχι μόνο δεν επιδοτούνται αλλά ούτε καν χρηματοδοτούνται. Αποτέλεσμα, να εντείνεται η εξάρτηση από τις εισαγωγές, που στην περίπτωση της Ευρώπης μεταφράζονται σε περαιτέρω εξάρτηση από τις διαθέσεις της Μόσχας. 

Λύσεις

Στη διαδικασία της ενεργειακής μετάβασης έχει χαθεί το μέτρο, αναφέρουν πηγές μεγάλου ομίλου επισημαίνοντας την ανάγκη να υπάρξουν αναγκαίες προσαρμογές στην ενεργειακή πολιτική της Ε.Ε. Ποιες είναι αυτές;

Στην αγορά του φυσικού αερίου, εκτιμάται ότι θα μπορούσε να ακολουθηθεί το μοντέλο που υιοθετήθηκε με την αγορά των εμβολίων από την Ε.Ε.: η από κοινού προμήθεια φυσικού αερίου σε μεγάλες ποσότητες  μπορεί να ασκήσει πίεση και να δημιουργήσει οικονομικά οφέλη για τους Ευρωπαίους καταναλωτές. Την ίδια στιγμή, η Ευρώπη καλείται να αναθεωρήσει την προσέγγισή της απέναντι στο φυσικό αέριο και να διευκολύνει τις αναγκαίες επενδύσεις σε υποδομές που απαιτούνται για το καύσιμο της μετάβασης. 

Στην αγορά των ρύπων, το ιδανικό σενάριο, λένε πηγές της βιομηχανίας, είναι η Ε.Ε. να μην αφήνει περιθώρια σε τρίτους traders να ανεβάζουν τις τιμές των δικαιωμάτων. Καθώς το τελικό κόστος της μετάβασης αναγκαστικά θα το επωμιστεί ο καταναλωτής δεν επιτρέπεται το κόστος αυτό να φουσκώνει σαν αποτέλεσμα της κακής δομής της αγοράς δικαιωμάτων CO2 ή οποιασδήποτε άλλης κακής ή πλημμελούς πολιτικής και κανονιστικής παρέμβασης της Ε.Ε. αναφέρουν οι ίδιες πηγές.  

Επίσης, θα μπορούσαν να υπάρξουν προσαρμογές στο μοντέλο λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρισμού ώστε να μην επιβαρύνονται οι καταναλωτές από τα υπερκέρδη (windfall profits). Αυτό που συμβαίνει είναι ότι καθώς τα κόστη για τις μονάδες φυσικού αερίου έχουν εκτιναχθεί, αυξάνεται η χονδρεμπορική τιμή του ρεύματος και επωφελούνται όλοι οι παραγωγοί που έχουν χαμηλότερα κόστη από το αέριο. Το τελευταίο διάστημα, εξάλλου, αυξάνονται οι φωνές που ζητούν αναθεώρηση της πολιτικής για την ταχεία απανθρακοποίηση. Με μέτρο, κάποιες μονάδες λιγνίτη θα μπορούσαν να συνεχίσουν να συνεισφέρουν στο ενεργειακό σύστημα, βοηθώντας στην πιο ομαλή μετάβαση, υπογραμμίζουν πηγές της αγοράς. 

 

[ΠΗΓΗ: https://www.capital.gr/, του Χάρη Φλουδόπουλου, 17/10/2021]