Κι αν είμαστε ήδη σε ύφεση;

Εδώ και 18 μήνες περίπου μιλάμε για επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης.

Οι περισσότεροι βασικοί οικονομικοί και βιομηχανικοί δείκτες που αποτελούν και τον αξιόπιστο οδηγό για την πορεία του οικονομικού κύκλου, επιβεβαιώνουν ότι η επιχειρηματική δραστηριότητα είτε είναι στάσιμη, είτε υποχωρεί.

Αποφεύγοντας τα κουραστικά νούμερα, να σημειώσουμε απλά ότι η μεταποίηση, η βιομηχανική παραγωγή, οι επιχειρηματικές επενδύσεις, οι νέες παραγγελίες, η κατασκευαστική δραστηριότητα και ο όγκος των εμπορευμάτων που μεταφέρονται είναι ουσιαστικά στάσιμα ή προς τα κάτω σε σύγκριση με ένα χρόνο νωρίτερα.

Το πρόβλημα όμως με τους περισσότερους οικονομικούς δείκτες είναι ότι εξ’ορισμού αποδίδουν την εικόνα του πρόσφατου παρελθόντος.

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η εμβάπτιση μιας επιβράδυνσης σε ύφεση συντελείται όταν η τελευταία έχει ήδη συμβεί.

Από αυτήν την οπτική γωνία, η επιβράδυνση που δείχνουν τα macro αφορά το χτες. 

Ποιος μας λέει ότι οι επόμενες μετρήσεις δεν θα καταγράψουν την ύφεση του σήμερα;

Στην παρούσα φάση, η αρχή του προβλήματος ξεκίνησε από την εμπορική πολιτική, με στόχο τον έντονο προστατευτισμό και την προσπάθεια αναδιάταξης των εφοδιαστικών αλυσίδων, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι δεν συνυπάρχουν και συνδυαστικά λάθη τόσο στη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, όσο και στην εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Αν επιβεβαιωθεί εν τέλει η οικονομική ύφεση, θα οφείλεται στο γεγονός πως αυτοί που χαράσσουν την πολιτική, δεν κατάφεραν επί της ουσίας να παρέχουν ένα σταθερό και προβλέψιμο κλίμα για τις επιχειρήσεις, έτσι ώστε να τις ωθήσουν να διοχετεύσουν την ρευστότητα τους σε πιο παραγωγικά κανάλια από τις επαναγορές ιδίων ή το trading στα χρηματιστήρια.

Όλα αυτά βέβαια δεν πρόκειται να αφήσουν ανεπηρέαστη την χώρα μας.

Η διεθνής κρίση του 2008 απέδειξε πόσο ευάλωτη είναι η Ελλάδα στις εξωτερικές συνισταμένες.

Παρότι έχει βάλει πλέον τα δημόσια οικονομικά της σε τάξη και έχει ένα προφίλ εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους αρκετά ευνοϊκό, ας μην ξεχνάμε ότι οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών- τουρισμός- είναι πάνω από το 33% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, ΑΕΠ.

Αυτό σημαίνει πως αν το βεβαρημένο διεθνές κλίμα πλήξει την κατανάλωση και υπάρξει μια μείωση των εξαγωγών της τάξης του 3%, οι επιπτώσεις στο ΑΕΠ θα είναι σημαντικές, με ότι αυτό συνεπάγεται για τον λόγο ΑΕΠ/Χρέος, αλλά και για τη δυνατότητα επίτευξης των πρωτογενών πλεονασμάτων.

Ύφεση ή επιβράδυνση;

Σε μια πρόσφατη ανάλυση του Jonh Kemp στο Reuters, (σ.σ είναι Senior Market Analyst, Commodities and Energy) υπήρχε η σωστή παραδοχή ότι η έλευση της ύφεσης είναι πάντα αμφιλεγόμενη τη στιγμή που συμβαίνει και συνήθως οι οικονομικοί αναλυτές δεν καταφέρνουν να την προβλέψουν.

Από την άλλη, οι Κεντρικοί Τραπεζίτες διστάζουν να ανακοινώσουν πως υπάρχει ύφεση, διότι φοβούνται ότι θα προκαλέσουν πλήγμα στην καταναλωτική και επιχειρηματική εμπιστοσύνη με αποτέλεσμα να την εντείνουν.

Ο Jonh Kemp έχει δίκιο και άδικο στο ότι οι Κεντρικοί τραπεζίτες δεν μιλάνε για ύφεση.

Δίκιο έχει γιατί πράγματι δεν μιλάνε άμεσα γι’αυτήν.

Μιλάνε όμως εμμέσως, κρύβοντας την ανησυχία τους πίσω από τους διπλωματικούς και ευκολοχώνευτους όρους της «επιβράδυνσης», ή «της επιδείνωσης των προοπτικών ανάκαμψης».

Δείτε για παράδειγμα την πρόσφατη συνέντευξη Τύπου του Ζερόμ Πάουελ της Fed, στην προσπάθεια του να υπερασπιστεί την απόφαση του για τη μείωση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης.

Ναι μεν ανέφερε ότι κατάσταση της οικονομίας είναι κοντά στους στόχους και οι προοπτικές είναι θετικές, αλλά ταυτόχρονα υποστήριξε ότι πρέπει να προστατέψει την αμερικανική οικονομία από τους καθοδικούς κινδύνους που έχουν προκύψει από τις εμπορικές διενέξεις και την αποδυνάμωση της παγκόσμιας οικονομίας.

Ο Ντράγκι επίσης, μετά την τελευταία καθιερωμένη θερινή συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο νέας μείωσης των επιτοκίων και επανέναρξης του προγράμματος αγοράς ομολόγων (γνωστό και ως ποσοτική χαλάρωση ή QE) τον Σεπτέμβριο.

Πώς δικαιολόγησε αυτές τις αποφάσεις;

Στην εντεινόμενη αβεβαιότητα η οποία έχει ως αποτέλεσμα να επιδεινωθεί δραματικά η προοπτική ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας και στους κινδύνους που ελλοχεύουν από το εξωτερικό περιβάλλον, όπως το νέο κύμα προστατευτισμού και ο αρνητικός αντίκτυπος του στο διεθνές εμπόριο, η αστάθεια των αναδυόμενων αγορών και το ενδεχόμενο ενός σκληρού Brexit.

Χρυσός και λοιπά επενδυτικά καταφύγια

Ένας εύκολος τρόπος να αφουγκράζεται κανείς την ανησυχία των επενδυτών είναι οι τιμές του χρυσού και των υπόλοιπων επενδυτικών καταφυγίων, δηλαδή των κρατικών ομολόγων υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης, του ελβετικού φράγκου και του γιέν.

Όσο και αν φαίνεται παράξενο, τα τελευταία δύο έτη μαζί με το ράλι στις μετοχές, είχαμε ράλι και στα επενδυτικά καταφύγια.

Με πρωτοστάτη τις τιμές του χρυσού που πλέον φιγουράρουν αρκετά συχνά πάνω από τα 1500 δολάρια/ουγγιά, όλα τα επενδυτικά καταφύγια έχουν ιδιαίτερα αυξημένες αποδόσεις, όχι μόνο από την αρχή της φετινής χρονιάς, αλλά και από την αρχή του 2018.

Για τον χρυσό αυτό μεταφράζεται σαν 15%-17%, για το ζεύγος EUR/CHF πέριξ του 6,7% υπέρ του ελβετικού φράγκου, ενώ για το γιέν οι αποδόσεις είναι πάνω από 11% για το ζεύγος EUR/JPY και πάνω από 6% για το ζεύγος USD/JPY

Για δε τα ομόλογα, θα αναφέρουμε ένα πράγμα: Στις 5 Αυγούστου η αξία των ομολόγων διεθνώς που διαπραγματεύονταν με αρνητικά επιτόκια διαμορφώθηκε πάνω από τα 15 τρισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με τον δείκτη Bloomberg Barclays Global Negative Yielding Debt Index.

* Η κ. Μαίρη Βενέτη είναι Πιστοποιημένη Διαχειριστής από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς – Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 16 Αυγούστου

(Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ:)

[ΠΗΓΗ: https://www.liberal.gr, της Μαίρης Βενέτη*, 24/8/2019]