Η Ανάσταση που δεν ήρθε

Τον Αύγουστο του 2018 η Ελλάδα ολοκλήρωσε το Τρίτο Μνημόνιο. Η κυβέρνηση πανηγύρισε δεόντως, παρότι οι δεσμεύσεις που ανέλαβε λίγο απείχαν από αυτές ενός ακόμα Μνημονίου. Σταδιακά, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων αποκλιμακώθηκαν αν και παραμένουν πολύ υψηλότερες από αυτές άλλων χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας που ολοκλήρωσαν τα δικά τους Μνημόνια και η Ελλάδα άρχισε και πάλι να προσεγγίζει τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου με εκδόσεις νέων ομολόγων. Όλοι ήλπιζαν ότι η Ελλάδα θα επέστρεφε σε ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης όπως και οι άλλες χώρες που ολοκλήρωσαν τα δικά τους Μνημόνια. Αυτό δεν συνέβη. Ναι μεν η ελληνική οικονομία επέστρεψε σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, όμως αυτοί δεν είναι ισχυροί και, επιπλέον, κοινό γνώρισμα της τελευταίας τριετίας είναι η διαρκής αναθεώρηση των προβλέψεων για τον ρυθμό ανάπτυξης κάθε χρονιάς προς τα κάτω.

Η διαφορά με τις άλλες χώρες οφείλεται τόσο σε εξωτερικούς όσο και σε εσωτερικούς παράγοντες. Το 2014, έπειτα από μία επταετία, η Ελλάδα επέστρεψε σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και οι προοπτικές της, σύμφωνα με τις εκθέσεις διεθνών οργανισμών και διεθνών οίκων, έδειχναν ιδιαίτερα ευοίωνες. Ομως, το 2015, με την «περήφανη διαπραγμάτευση» όλα ανατράπηκαν. Η οικονομία επέστρεψε στην ύφεση, επιβλήθηκαν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων που ισχύουν ακόμα και η χώρα υπέγραψε ένα ακόμα Μνημόνιο. Ακολούθησε μία διετία διαρκών προστριβών με τους δανειστές μας. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα δεν επωφελήθηκε από την εξαιρετικά ευνοϊκή διεθνή συγκυρία που επικρατούσε τότε (άφθονη ρευστότητα, υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης παγκοσμίως, χαμηλή ισοτιμία του ευρώ, χαμηλή τιμή πετρελαίου), από την οποία επωφελήθηκαν τα μέγιστα η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Κύπρος, αλλά και η Ισπανία, δηλαδή οι άλλες χώρες που υπέγραψαν Μνημόνια. Τώρα, η χώρα μας προσπαθεί να βγει στις αγορές και να αναπτυχθεί σε μία πολύ λιγότερο ευνοϊκή συγκυρία.

Αλλά τα μεγαλύτερα εμπόδια είναι εσωτερικά. Βασική προϋπόθεση για να πετύχουμε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης είναι να βελτιώσουμε την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και να αυξήσουμε το ποσοστό των επενδύσεων στο ΑΕΠ. Ως προς το πρώτο, ενώ η χώρα μας βελτίωσε θεαματικά τη σχετική της θέση στις διεθνείς κατατάξεις μεταξύ 2010 και 2014, μετά το 2015 η σχετική μας θέση σταδιακά χειροτερεύει. Για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα πρέπει να μείνουμε αταλάντευτα στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων. Ομως, όλοι οι ανεξάρτητοι παράγοντες διαπιστώνουν «μεταρρυθμιστική κόπωση» ενώ μετά το τέλος του Τρίτου Μνημονίου έχουν γίνει αρκετές απόπειρες ακύρωσης μεταρρυθμίσεων των προηγουμένων ετών.

Στον τομέα των επενδύσεων, οι αποσβέσεις παραμένουν υψηλότερες από τις ακαθάριστες επενδύσεις – με άλλα λόγια καταστρέφουμε περισσότερο κεφάλαιο από όσο δημιουργούμε. Παρά την εξάλειψη της αβεβαιότητας που προκαλούσε ο φόβος του Grexit, το γενικότερο κλίμα στη χώρα μας δεν είναι φιλικό προς το επιχειρείν – απόδειξη οι καθυστερήσεις και τα προσκόμματα σε όλες σχεδόν τις μεγάλες επενδύσεις των τελευταίων ετών (Ελληνικό, ΟΛΠ, Ελληνικός Χρυσός κ.ά.). Αν και έχουν υλοποιηθεί μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών, παραμένουν αρκετά αντικίνητρα για επενδύσεις που υπήρχαν πριν από την κρίση, όπως η γραφειοκρατία και η αργή απονομή δικαιοσύνης, ενώ τα τελευταία χρόνια προστέθηκαν και νέα, όπως οι αυξήσεις φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Τέλος, ενώ θα περίμενε κανείς ότι θα γινόταν προσπάθεια ώστε οι δημόσιες επενδύσεις να αυξηθούν για να καλύψουν μέρος του επενδυτικού κενού, αυτές περικόπτονται σε πραγματικούς όρους ώστε να δημιουργηθούν υπερπλεονάσματα και να μοιραστούν παροχές.

Εν κατακλείδι, η ανάσταση της ελληνικής οικονομίας αργεί ακόμα.

*Ο Πάνος Τσακλόγλου είναι καθηγητής στο  Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

[ΠΗΓΗ: https://www.tanea.gr/, του Πάνου Τσακλόγλου, 26/4/2019]