Η Μεταλλευτική Κληρονομιά ως Τουριστικό Θέλγητρο

Πρόλογος

Κατά τη διάρκεια του 20ου  αιώνα, η ανθρώπινη κοινωνία πέρασε μέσα από πολλές αλλαγές, είτε στο πλαίσιο πολεμικών συγκρούσεων και οικονομικών κρίσεων, είτε μέσα από την τεχνολογική πρόοδο. Το ίδιο εξακολουθεί να συμβαίνει σήμερα, όπου προστέθηκε και η υγειονομική κρίση της πανδημίας του κορωνοϊού. Ωστόσο, ουδέν κακόν αμιγές καλού. Ένα από τα θετικά επακόλουθα των πιο πάνω είναι και οι αλλαγές στο σύστημα αξιών και στις απόψεις των ανθρώπων για τον κόσμο. Έτσι, βλέπουμε να αυξάνεται το ενδιαφέρον των ειδικών επιστημόνων και της κοινής γνώμης σε θέματα που σχετίζονται με την προστασία της περιβάλλοντος, του φυσικού τοπίου και του πολιτισμού. Η προσοχή των ανθρώπων στρέφεται στη διατήρηση και ερμηνεία των μνημείων του παρελθόντος ή στην έρευνα για τις επιπτώσεις τους στο παρόν. Οργανισμοί, κοινότητες, ιδρύματα και ειδικοί προσπαθούν να μελετήσουν αυτά τα μνημεία, να προσδιορίσουν τις αξίες και τις έννοιες που περιέχονται σε αυτά δημιουργώντας έτσι μια πολιτιστική κληρονομιά.

Η συνειδητοποίηση των αξιών της πολιτιστικής κληρονομιάς ενός τόπου είναι ένα από τα χαρακτηριστικά μιας προηγμένης κοινωνίας που γνωρίζει το παρελθόν της, ενώ μπορεί να μάθει και να εμπνευστεί από αυτό. Ταυτόχρονα, η κληρονομιά αυτή θα πρέπει να μπορεί να προστατευθεί, να χρησιμοποιηθεί ενεργά στην καθημερινή μας ζωή και κύρια να μεταβιβασθεί στις μελλοντικές γενιές προκειμένου να αποφευχθεί η εξαφάνισή της και συνεπώς η απώλεια ιστορικών, πολιτιστικών και κοινωνικών αξιών που περιέχονται σε αυτήν.

Η Μεταλλευτική Κληρονομιά

Η Μεταλλευτική Κληρονομιά αναφέρεται στην εξόρυξη ορυκτών πρώτων υλών (ΟΠΥ) και σε συναφείς διαδικασίες (έρευνα, τεχνικές επεξεργασίας, μεταφορά, κ.λπ.), αλλά και στους τρόπους ζωής των εξορυκτικών κοινοτήτων. Είναι προφανές ότι η ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας συνδέεται στενά με την παρουσία και αξιοποίηση των ΟΠΥ, την ανάπτυξη της παραγωγής και την τεχνική/τεχνολογική πρόοδο. Είναι ένα θεμελιακό  αναπτυξιακό συστατικό, γιατί χωρίς εξόρυξη πρώτων δεν θα ήταν δυνατή η μεταγενέστερη αλυσίδα παραγωγής προϊόντων και η ανθρώπινη εξέλιξη. Μπορεί να αφορά υλική κληρονομιά (ορυχεία, κτίρια, μηχανήματα, στολές εξόρυξης) ή άυλη (τεχνολογία, διαδικασίες εξόρυξης, έθιμα και παραδόσεις), δηλαδή κατάλοιπα του παρελθόντος, τα οποία αντιπροσωπεύουν συγκεκριμένες αξίες και έννοιες που σχετίζονται με την εκμετάλλευση ή τους μεταλλωρύχους.

Οι ιστορικές περίοδοι κάθε πολιτιστικής περιφέρειας διαφέρουν. Για παράδειγμα, στην Κεντρική Ευρώπη ο Μεσαίωνας αποτελεί τη κύρια περίοδο αξιοποίησης ΟΠΥ. Γι’ αυτό και οι μεταλλευτικές μεσαιωνικές πόλεις αποκτούσαν ειδικά προνόμια και δικαιώματα, ενώ η περηφάνεια για το εξορυκτικό παρελθόν τους εμφανίζεται και προς τα έξω, για παράδειγμα, με τη χρήση συμβόλων εξόρυξης στα εμβλήματα τους  ακόμη και σήμερα.

Αντίθετα, σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, η εξορυκτική δραστηριότητα ήταν γνωστή από την Εποχή του Χαλκού ή/και νωρίτερα. Σε συγκεκριμένες τοποθεσίες, όπως η Λαυρεωτική, το αποκορύφωνα της εξόρυξης ταυτίζεται με, και θεωρείται και ως το γενεσιουργό βάθρο για τις δημιουργίες του «Χρυσού Αιώνα του Περικλέους», ο οποίος, κάνοντας ένα αστεϊσμό, θα έπρεπε να αποκαλείται ως ο «Αργυρός Αιώνας», αφού τα πάντα οφείλονταν στο ασήμι των μεταλλείων του Λαυρίου.

Η Διεθνής Σύμβαση Παγκόσμιας Κληρονομιάς και τα Ελληνικά Μνημεία

Το πιο σημαντικό στοιχείο της Σύμβασης Παγκόσμιας Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ του 1972 είναι το ότι ενσωματώνει σε ένα ενιαίο Μνημόνιο τις έννοιες της διατήρησης της φύσης και των πολιτιστικών της αξιών. Η Σύμβαση καταγράφει και τη θεμελιώδη ανάγκη να διατηρηθεί η ισορροπία μεταξύ της φύσης και των ανθρώπων. Ορίζει το είδος των φυσικών ή πολιτιστικών χώρων που μπορούν να εξεταστούν για ένταξη στον Κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Προτρέπει τα συμβαλλόμενα κράτη-μέλη να ενσωματώσουν την προστασία της πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς σε προγράμματα περιφερειακού σχεδιασμού, να δημιουργήσουν υπηρεσίες και προσωπικό στους χώρους των μνημείων, να αναλάβουν επιστημονική και τεχνική έρευνα για τη διατήρηση τους και να υιοθετήσουν μέτρα που προσφέρουν στους χώρους αυτούς καθημερινή λειτουργία.

Στον Κατάλογο έχουν ενταχθεί μέχρι στιγμής 1.121 περιοχές από όλο τον κόσμο, από τις οποίες οι 39 είναι διασυνοριακές, 869 καθαρά πολιτιστικές, 213 φυσικού κάλλους και 39 μεικτές. Από την Ελλάδα είναι ενταγμένα 18 μνημεία, ανάμεσα στα οποία και η Ακρόπολη των Αθηνών, ο Αρχαιολογικός Χώρος Φιλίππων, το Άγιο Όρος, η Βεργίνα, τα Μετέωρα, ο Αρχαιολογικός Χώρος των Δελφών, η Επίδαυρος, οι Μυκήνες, η Αρχαία Ολυμπία και άλλα.

Διαβάζοντας αυτή τη λίστα, το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό είναι πώς είναι δυνατό να μη βρίσκονται σε αυτή ο Ναός του Ποσειδώνα,  το θέατρο του Θορικού και τα πλυντήρια εμπλουτισμού μεταλλεύματος στην Κοιλάδα στης Σούριζας;

Είναι δυνατό αυτά τα αριστουργήματα αρχιτεκτονικής και αρχαιολογικής αξίας  να βρίσκονται εκτός Καταλόγου της ΟΥΝΕΣΚΟ; Όταν μάλιστα και τα τρία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τη μεταλλευτική κληρονομιά της περιοχής; Το μεν πρώτο γιατί οι κολώνες του προέρχονται από το λατομείο της Αγριλέζας, το δε δεύτερο γιατί βρίσκεται μόλις μερικές δεκάδες μέτρα μακριά από την είσοδο εξορυκτικής στοάς που χρονολογείται από το 3200 π.Χ. και από αρχαίο πλυντήριο εμπλουτισμού μεταλλεύματος.  Όσο για το τρίτο (Κοιλάδα της Σούριζας), δεν χρειάζονται σχόλια, αφού αποτελεί σημαντικό κομμάτι της αρχαίας μεταλλευτικής ιστορίας της Λαυρεωτικής. Αυτά, λοιπόν, τα αυτονόητα ερωτηματικά με έσπρωξαν να ψάξω λίγο περισσότερο το θέμα της μεταλλευτικής κληρονομιάς στη σύγχρονη τουριστική βιομηχανία.

Η Μεταλλευτική Κληρονομιά και ως Τουριστικό Αξιοθέατο

Ο πολιτιστικός τουρισμός που επικεντρώνεται στη μεταλλευτική κληρονομιά και στην ερμηνεία και προστασία των αξιών και εννοιών της θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως Μεταλλευτικός Τουρισμός[1] ή, επίσης, ως ένα είδος Γεωτουρισμού. Ο γεωτουρισμός διαφέρει από το μεταλλευτικό τουρισμό, κυρίως γιατί εστιάζεται στα γεωλογικά και γεωμορφολογικά φαινόμενα. Από την άλλη πλευρά, ο μεταλλευτικός τουρισμός ασχολείται περισσότερο με τα ερείπια εξορυκτικών δραστηριοτήτων και γενικότερα με τη μεταλλευτική κληρονομιά. Είναι προφανές ότι προϋπόθεση για τη χρήση εγκαταλελειμμένων ορυχείων και μνημείων της εξορυκτικής δραστηριότητας ως τουριστικών αξιοθέατων είναι η ενδελεχής μελέτη τους, η οποία θα αποκαλύψει τις πολιτιστικές και ιστορικές τους αξίες.  

Εκτός από τα πιο πάνω, ο μεταλλευτικός τουρισμός προσφέρεται ως εργαλείο αειφορίας, αφού μπορεί να χρησιμεύσει ως επακόλουθη πηγή απασχόλησης, επιχειρηματικής δραστηριότητας και εισοδήματος μετά το τέλος της εξόρυξης. Μπορεί, επίσης, να έχει πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην τουριστική βιομηχανία, αν συνδεθεί με άλλες δραστηριότητες των τοπικών κοινοτήτων και μικρο-επιχειρηματιών. Βέβαια, η μεταλλευτική κληρονομιά έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που διαφέρουν από τα παραδοσιακά τουριστικά αξιοθέατα, ενώ τα υπολείμματα της εξόρυξης θεωρούνται γενικά ως αντιαισθητικά και μη ελκυστικά για τους τουρίστες. Έτσι, υπάρχει αμφισβήτηση για την ανάγκη διατήρησης τους ή για τυχόν επενδύσεις που θα τα καταστήσουν προσβάσιμα.

Υπάρχουν, ωστόσο, τόσα πολλά παραδείγματα έργων, που η βιώσιμη ανάπτυξη τους προήλθε από τη μετατροπή εξορυκτικών χώρων σε τουριστικά αξιοθέατα. Εκατό ένα τέτοια παραδείγματα περιγράφονται στο βιβλίο της Post Mining Alliance, με τίτλο «101 πράγματα που μπορείς να κάνεις με μια τρύπα στη γη».  Ανάμεσα σε αυτά και το Αλατωρυχείο Wieliczka, που ύστερα από 700 χρόνια παραγωγής αλατιού εξελίχθηκε σε ένα από τα δημοφιλέστερα τουριστικά αξιοθέατα της Πολωνίας με τεράστια επισκεψιμότητα. Το ίδιο συνέβη και με το λατομείο αργίλου St Austell, το οποίο, ύστερα από 160 χρόνια εκμετάλλευσης, μετατράπηκε από σεληνιακό τοπίο στους πανέμορφους «Κήπους του Παράδεισου» (Eden Project), ενώ σήμερα αποτελεί ένα τουριστικό στολίδι της Κορνουάλης.

Μερικοί αριθμοί μιλούν από μόνοι τους:

Από την ένταξη του στον Πρώτο Παγκόσμιο Κατάλογο Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO το 1978 το Αλατωρυχείο Wieliczka υποδέχθηκε 45 εκατομμύρια επισκέπτες

Τον Απρίλιο του 2018 οι Κήποι της Εδέμ είχαν συμπληρώσει 20 εκατομμύρια επισκεπτών από την ημέρα που άνοιξαν τις πόρτες τους (17 Μαρτίου 2001).

Η Μπάνσκα Στιάβνιτσα στη Σλοβακία οφείλει την οικονομική της άνθιση των τελευταίων 25 χρόνων στην ένταξη της στον Παγκόσμιο Κατάλογο Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO το 1993 και στο μεταλλευτικό τουρισμό της. Μόνο κατά το τριήμερο των εορτών των μεταλλωρύχων στις αρχές του Σεπτέμβρη κάθε χρόνο, επισκέπτονται τη πόλη και τα μεταλλευτικά της μνημεία περισσότεροι από 60.000 άνθρωποι από τη Σλοβακία και το εξωτερικό 

Photo: Κορινθιακό αγγείο με απεικόνιση των εργαζομένων σκλάβων στα μεταλλεία Λαυρίου, 5ος π.Χ. αιώνας (αριστερά) και αθηναϊκό τετράδραχμο, 200-150 π.Χ. (δεξιά). Πηγή: commons.wikimedia.org

[ΠΗΓΗ: oryktosploutos.net, του Δημήτρη Κ. Κωνσταντινίδη, Διδάκτορα Οικονομικής Γεωλογίας, 4/11/2020]