To Παριανό Μάρμαρο και η επίδρασή του στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας
Αν μιλήσει κάποιος στην εποχή μας για τον λυχνίτη, το πιθανότερο είναι ο συνομιλητής του να τον ρωτήσει «μήπως θέλεις να πεις λιγνίτης;» δεδομένου του σημαντικού και ευρέως γνωστού ρόλου του δεύτερου στην ενεργειακή ιστορία της Ελλάδας- ωστόσο ο λυχνίτης, γνωστός και ως Παρία Λίθος (ή Παριανό Μάρμαρο) είχε και αυτός τη δική του, διαφορετικής φύσης μεν, εξαιρετικά σημαντική δε, επίδρασή του στην αρχαία ελληνική ιστορία.
Τα ελληνικά μάρμαρα
Δεν θα ήταν υπερβολικό να ειπωθεί πως χωρίς το ελληνικό μάρμαρο η αρχαία ελληνική τέχνη δεν θα είχε τη μορφή με την οποία τη γνωρίζουμε σήμερα: Η λίθος που «μαρμαίρει» (λαμπυρίζει στον ήλιο) έχει μια διαχρονική πορεία όχι μόνο στην ελληνική, μα και στην παγκόσμια τέχνη, καθώς αποτέλεσε το υλικό από το οποίο φτιάχτηκαν κάποια από τα σημαντικότερα έργα τέχνης της ιστορίας.
Στον ελλαδικό χώρο, η εξόρυξη και η χρήση του μαρμάρου άρχισε από τις Κυκλάδες κατά την προϊστορική εποχή και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Τα ελληνικά μάρμαρα παραμένουν στην κορυφή διεθνώς, με τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον χώρο να παρουσιάζουν μεγάλη εξωστρέφεια και την πλειονότητα των λατομείων μαρμάρου της Ελλάδας να βρίσκεται στην περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας- Θράκης.
Παρία Λίθος- ή αλλιώς, ο λυχνίτης της Πάρου
Ο λυχνίτης Πάρου, ήταν το πολυτιμότερο – και διασημότερο- μάρμαρο της αρχαιότητας, και έμεινε στην ιστορία ως «Παρία Λίθος». Κύρια χαρακτηριστικά του είναι το κατάλευκο χρώμα του και η διαφάνειά του, καθώς επιτρέπει στο φως να διεισδύει μέχρι και 25 χιλιοστά. Εμβληματικά έργα γλυπτικής/ αγαλματοποιΐας, αλλά και αρχιτεκτονικής, σμιλεύτηκαν από αυτό, από τον 7ο αιώνα πΧ μέχρι και τον 3ο αιώνα μΧ. Όσον αφορά στο όνομά του, προέρχεται από το λυχνάρι, καθώς η εξόρυξή του γινόταν υπογείως, με φωτισμό από λυχνάρια.
Πολλά ήταν τα λατομεία στην Πάρο όπου εξορυσσόταν το πολύτιμο μάρμαρο- τα περισσότερα ήταν στον ορεινό όγκο των Αγίων Πάντων (κατά την αρχαιότητα ήταν γνωστός ως Μάρπησσα). Μεταξύ των κύριων λατομείων στα οποία εξορυσσόταν ήταν τα υπόγεια λατομεία των Νυμφών και του Πανός στο Μαράθι- η στοά των Νυμφών ιδιαίτερα είναι γνωστή για το ανάγλυφο στην είσοδό της, από τον 4ο αιώνα πΧ- αφιέρωμα του Αδάμαντα από τη Θράκη στις Νύμφες. Αξίζει να σημειωθεί πως άλλα σημαντικά λατομεία της αρχαιότητας βρίσκονταν στους Λάκκους, τις Σπηλιές και τα Θαψανά (αν και αυτά ήταν επιφανειακά).
Η χρήση του πιο πολύτιμου μαρμάρου του αρχαίου κόσμου χρονολογείται ήδη από τον 7ο αιώνα πΧ (λέγεται πως οι πρώτοι γλύπτες που το χρησιμοποίησαν ήταν οι Δίποινος και ο Σκύλλις, μαθητές του θρυλικού Δαιδάλου), με το παριανό μάρμαρο να κυριαρχεί, παρά τον ανταγωνισμό από άλλα μάρμαρα, όπως το μάρμαρο της Νάξου ή το Πεντελικό- μια κυριαρχία που θεωρείται ότι είχε διάρκεια από τον 6ο αιώνα πΧ μέχρι και τον 2ο και τον 3ο μΧ αιώνα.
Χάρη στο μάρμαρό της, η Πάρος ανέπτυξε μια μεγάλη σχολή γλυπτικής, εξελισσόμενη σε σημαντικότατη εστία καλών τεχνών του αρχαίου κόσμου- σπουδαίοι γλύπτες δημιούργησαν έργα με μάρμαρο της Πάρου, μεταξύ των οποίων ο Σκόπας, ο Θρασυμήδης, ο Αγοράκριτος, ο Αρίστανδρος και άλλοι- ενώ τεράστια ήταν και η συμβολή του μαρμάρου στην οικονομία του νησιού. Γλυπτά φτιαγμένα από λυχνίτη συναντώνταν σε ιερά ανά τον ελλαδικό χώρο και πέρα από τα όριά του, φτάνοντας μέχρι τη βόρεια Αφρική, ενώ μεγάλη ήταν η χρήση του και στην οικοδόμηση ναών. Μεταξύ των εμβληματικότερων έργων τέχνης από λυχνίτη είναι ο Ερμής του Πραξιτέλη, η Νίκη της Σαμοθράκης, η Αφροδίτη της Μήλου, ο Θησαυρός των Αθηναίων στους Δελφούς, ο Αύγουστος της Prima Porta και πολλά άλλα.
Το «λυκόφως» του λυχνίτη
Η Παρία Λίθος, το πολυτιμότερο μάρμαρο του αρχαίου κόσμου, δεν θα μπορούσε παρά να ακολουθήσει τη γενικότερη πορεία του: Η εκμετάλλευσή του σταδιακά ατόνησε, πρακτικά σταματώντας επί της βυζαντινής περιόδου- ωστόσο ανέκαμψε για λίγο ξανά κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, με το μάρμαρο να εξάγεται αλλού στην Ελλάδα και να φτάνει ως τη Βενετία. Ξένες εταιρείες «πήραν τη σκυτάλη» μετά την Ελληνική Επανάσταση: Το 1879 ιδρύθηκε η Βελγική Εταιρεία Μαρμάρων, που αργότερα θα γινόταν η Ελληνική Εταιρεία Μαρμάρων Πάρου, ωστόσο η παραγωγή μαρμάρου δεν θα ήταν ξανά η ίδια, δεδομένου ότι ήδη ο λυχνίτης είχε εξαντληθεί από την αρχαιότητα. Παρόλα αυτά, οι εργασίες εξόρυξης θα συνεχίζονταν σε ένα βαθμό τις επόμενες δεκαετίες, φτάνοντας μέχρι και τα μεταπολεμικά χρόνια- κυρίως σε υπαίθρια λατομεία.
Φτάνοντας στο σήμερα
Η περιοχή των αρχαίων λατομείων έχει κηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος από το 1974, ενώ η περιοχή δυτικά του αρχαίου λατομείου των Νυμφών, που περιλαμβάνει τα λατομεία μαρμάρου του 19ου αιώνα και τις εγκαταστάσεις που σχετίζονταν με αυτά χαρακτηρίστηκε «ιστορικός τόπος» το 2018, κατόπιν πρωτοβουλίας του Δημητρίου Σκιλάρντι, ανασκαφέα των Κουκουναριών- δεδομένου ότι η περιοχή είναι χώρος συνεχούς ανθρώπινης δραστηριότητας από την αρχαιότητα μέχρι και τους νεώτερους χρόνους. Αξίζει να σημειωθεί πως το 2022 ιδρύθηκε η μη κερδοσκοπική οργάνωση «Πάρκο Αρχαίων Λατομείων Μαρμάρου Πάρου ΑΜΚΕ» από έξι παριανά σωματεία, με σκοπό την προστασία και προβολή της ιστορίας και πολιτιστικής κληρονομιάς των λατομείων της Πάρου, τη δημιουργία ενός αρχαιολογικού και πολιτιστικού πάρκου στην περιοχή και, μακροπρόθεσμα, την αναγνώριση των αρχαίων λατομείων ως Μνημείου Παγκόσμιας Κληρονομιάς.
[ΠΗΓΗ: https://www.huffingtonpost.gr/, επιμέλεια: Κώστας Μαυραγάνης, με πληροφορίες από Σύνδεσμο Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων– ΕΑΓΜΕ– Εθνικό Γεωλογικό Μουσείο- Πάρκο Αρχαίων Λατομείων Μαρμάρου Πάρου, 18/9/2024]