Πράσινη μετάβαση: Ο αγώνας της Ευρώπης να “ξεκολλήσει” από τα κινεζικά ορυκτά

Διαρκής είναι η πτώση της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ τα τελευταία 30 χρόνια στην παραγωγή ορυκτών πρώτων υλών

Σε αγώνα δρόμου βρίσκεται τα τελευταία χρόνια η Ευρώπη προκειμένου να αναζωογονήσει την εξορυκτική της βιομηχανία και να εξασφαλίσει το λίθιο, το νικέλιο, τον χαλκό και γενικότερα τα στοιχεία σπάνιων γαιών που απαιτούνται για ένα “πράσινο” μέλλον.

Ό,τι ήταν ο άνθρακας για τον 19ο αιώνα και το πετρέλαιο για τον 20ό αιώνα, είναι οι σπάνιες γαίες για τον 21ο αιώνα καθώς αυτά τα υλικά θεωρούνται απαραίτητα για την πράσινη μετάβαση και για στρατηγικούς τομείς όπως η άμυνα και το διάστημα, αλλά και για την κατασκευή smartphones, τηλεοράσεων και υπολογιστών.  

Η ΕΕ είναι μεγάλος καταναλωτής σπάνιων γαιών και άλλων κρίσιμων πρώτων υλών, αλλά δυστυχώς εξαρτάται από άλλους για την απόκτησή τους. Δέκα χώρες κυριαρχούν στην εξόρυξη κρίσιμων πρώτων υλών, και αυτές είναι η Κίνα, η Ρωσία, η Χιλή και η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.

Κι ενώ η ΕΕ απαγόρευσε την εισαγωγή ρωσικού πετρελαίου και άνθρακα μετά την εισβολή στην Ουκρανία, οι εισαγωγές κρίσιμων πρώτων υλών συνεχίζονται κανονικότατα. Μάλιστα η ΕΕ αγόρασε κρίσιμες πρώτες ύλες αξίας 13,7 δισεκατομμυρίων ευρώ από τη Ρωσία μετά την εισβολή στην Ουκρανία και έως τον Ιούλιο του 2023.

Αλλά η εξάρτηση από την Κίνα είναι αυτή που “καίει” την Ευρώπη πιο έντονα καθώς βασίζεται σε αυτόν τον μοναδικό προμηθευτή για περισσότερο από το 90% των στοιχείων σπάνιων γαιών, του γαλλίου και του μαγνησίου, και ο κινέζικος δράκος ελέγχει περισσότερο από το ήμισυ της παγκόσμιας επεξεργασίας λιθίου, κοβαλτίου και μαγγανίου.

“Η κύρια ανησυχία μας είναι η υπερβολική εξάρτηση μας από μία μόνο πηγή εφοδιασμού”, δηλώνει ο Τιερί Μπρετόν, Επίτροπος της ΕΕ για την εσωτερική αγορά. “Όταν έχουμε τέτοιες εξαρτήσεις και η Ρωσία βρίσκεται σε πόλεμο, ή η Κίνα απαγορεύει τις εξαγωγές, ή γίνεται σεισμός στη Χιλή, μπορεί να έχουμε πρόβλημα”.

Η Κίνα ελέγχει τον εφοδιασμό της ΕΕ με κρίσιμες πρώτες ύλες

Ο Διευθυντής του Περιφερειακού Κέντρου Πρώτων Υλών του EIT RawMaterials HUB Greece, Ομότιμος Καθηγητής, Ιωάννης Πασπαλιάρης, δήλωσε πρόσφατα στον 8ο Ελληνικό Κοινοτικό Διάλογο για τις Ορυκτές Πρώτες Ύλες:

«Ένα από τα κύρια ζητήματα για την διευκόλυνση της πράσινης μετάβασης και της επίτευξης μιας κλιματικά ουδέτερης Ευρώπης έως το 2050, είναι η διασφάλιση της βιώσιμης προμήθειας Ορυκτών Πρώτων Υλών, κυρίως των κρίσιμων που απαιτούνται για ψηφιακές εφαρμογές και καθαρές τεχνολογίες όπως επίσης για τον τομέα των μεταφορών, με τη διαφοροποίηση των προμηθειών τόσο από πρωτογενείς όσο και δευτερογενείς πηγές. Η βιώσιμη εξόρυξη και διαχείριση των φυσικών πόρων και η μετάβαση προς μια πράσινη οικονομία, συμπεριλαμβανομένης της προώθησης της καινοτομίας και της ενίσχυσης της ανθεκτικότητας των βασικών αλυσίδων αξίας της ΕΕ, είναι ουσιώδεις για την επίτευξη μιας αποδοτικής και ανταγωνιστικής ευρωπαϊκής οικονομίας».

Η Ευρώπη εισάγει το 100% μιας σειράς σημαντικών μετάλλων, ενώ ακόμα κι αυτά που προέρχονται από τη δική της εξόρυξη πρέπει να περνούν από την Κίνα για κάποια στάδια επεξεργασίας.

Ο νόμος της ΕΕ για τις κρίσιμες πρώτες ύλες (CRMA), αποσκοπεί στην αντιστροφή αυτής της εξάρτησης και προβλέπει την επίτευξη διαφόρων στόχων έως το 2030 μεταξύ των οποίων και η εξάρτηση της ετήσιας κατανάλωσης υλών που προέρχεται από μία μόνο τρίτη χώρα να μην ξεπερνά το 65%.

Το 2011, η Επιτροπή της ΕΕ δημιούργησε έναν κατάλογο κρίσιμων πρώτων υλών που περιελάμβανε 14 υλικά ή ομάδες υλικών. Ο φετινός κατάλογος περιλαμβάνει 34, ένδειξη της αυξανόμενης οικονομικής, στρατηγικής και κλιματικής σημασίας τους για την ήπειρο. “Πρέπει να αποδείξουμε ότι η Πράσινη Συμφωνία δεν είναι made in China”, λέει ο Rolf Kuby, γενικός διευθυντής του λόμπι εξόρυξης Euromines.

Σε συνάντηση στις Βρυξέλλες τον περασμένο Ιούνιο τα κράτη μέλη πρότειναν ποια υλικά πρέπει να συμπεριληφθούν στον κατάλογο κρίσιμων πρώτων υλών του 2023. Δεκαέξι από αυτά χαρακτηρίστηκαν και  “στρατηγικά”, πράγμα που σημαίνει ότι τα σχετικά έργα θα έχουν προτεραιότητα για χρηματοδότηση από την ΕΕ.

Η βιομηχανία πιέζει την ΕΕ για ταχύτερη επεξεργασία των αδειών, αυτορρύθμιση και “στρατηγικά” έργα επιβλαβή για το περιβάλλον που θα επιτρέπονται εάν είναι “υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος”.

Σύμφωνα με τις βιομηχανικές εκτιμήσεις, στα επόμενα 30 χρόνια, η ανθρωπότητα θα πρέπει να εξορύξει περισσότερα από όσα εξορύσσει τα τελευταία 70.000 χρόνια. “Εμείς, οκτώ δισεκατομμύρια άνθρωποι, θα χρησιμοποιήσουμε περισσότερο μέταλλο από ό,τι τα 108 δισεκατομμύρια άνθρωποι που έζησαν πριν από εμάς”, γράφει ο Γάλλος δημοσιογράφος Guillaume Pitrón στο βιβλίο του “Πόλεμοι σπάνιων μετάλλων”.

Μια ευρέως αναφερόμενη μελέτη εκτιμά ότι μέχρι το 2050, η Ευρώπη θα χρησιμοποιεί 21 φορές περισσότερο λίθιο, τέσσερις φορές περισσότερο κοβάλτιο (μια σημαντική πρώτη ύλη για μπαταρίες) και τέσσερις φορές περισσότερο δυσπρόσιο (ένα στοιχείο σπάνιων γαιών που χρησιμοποιείται σε μαγνήτες για ηλεκτροκινητήρες). Η μελέτη χρηματοδοτήθηκε από το λόμπι μετάλλων Eurometaux.

Η Liesbet Gregoir, συγγραφέας της μελέτης, αναφέρει ότι οι υπολογισμοί της βασίστηκαν σε στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΔΟΕ). Η μελέτη προβλέπει ότι ο τομέας των μεταφορών θα οδηγήσει το 60% της αυξημένης ζήτησης, καθώς η ΕΕ θα απαγορεύσει τις πωλήσεις νέων βενζινοκίνητων και πετρελαιοκίνητων αυτοκινήτων από το 2035.

Τα σημεία υπεροχής του κινέζικου δράκου

Στην Ευρώπη λειτουργούν σήμερα περίπου 100 μεταλλεία, εκ των οποίων 40 έως 50 εξορύσσουν κρίσιμες πρώτες ύλες, και αυτά βρίσκονται στη Σουηδία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία, σύμφωνα με τον ΔΟΕ. Τα περισσότερα κράτη της ΕΕ διαθέτουν δυνητικά κοιτάσματα, σύμφωνα με την Euromines, που θα επιθυμούσε τη δημιουργία άλλων εκατό ορυχείων την επόμενη δεκαετία. Προς το παρόν, υπάρχουν σχέδια νέων ορυχείων κρίσιμων πρώτων υλών στη Γαλλία, τη Νορβηγία, την Ισπανία και τη Φινλανδία.

Η πραγματική κλίμακα των ορυκτών πόρων της Ευρώπης είναι άγνωστη, διότι ελάχιστες γεωλογικές έρευνες έχουν γίνει τα τελευταία 40 χρόνια, αφού η Ευρώπη εγκατέλειψε τους εξορυκτικούς τομείς εντός των συνόρων της σε αντίθεση με την Κίνα που ερευνά διαρκώς για νέα κοιτάσματα.

Σε κάθε περίπτωση, λίγες τράπεζες θα έπαιρναν το ρίσκο να δανείσουν χρήματα για εξόρυξη. Η ίδρυση ενός ορυχείου θα μπορούσε να κοστίσει περίπου 1 δισεκατομμύριο ευρώ, σύμφωνα με την Euromines. “Καμία στρατηγική δεν θα υλοποιηθεί χωρίς επενδύσεις”, λέει η Margrethe Vestager, Επίτροπος της ΕΕ, αρμόδια για τον ανταγωνισμό. “Τα χρήματα δεν πρέπει να προέρχονται από την Επιτροπή, η οποία αποτελεί έναν τεράστιο μηχανισμό γραφειοκρατίας, και όχι τράπεζα”.

Η Επιτροπή δεν διέθεσε ξεχωριστό ταμείο για τις κρίσιμες πρώτες ύλες, αν και υπήρξαν προσπάθειες να γίνει κάτι τέτοιο. Αντίθετα, πρότεινε ότι τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τους υπάρχοντες προϋπολογισμούς για να πληρώσουν τις νέες προσπάθειες εξόρυξης. Η Γερμανία έχει ήδη διαθέσει 1 δισεκατομμύριο ευρώ, ενώ η Σουηδία και η Γαλλία πρωτοστατούν επίσης. Τα λιγότερο πλούσια κράτη δεν μπορούν να ακολουθήσουν.

Ακόμη όμως και αν υπήρχε ένα απύθμενο πηγάδι με χρήματα για έργα, τα προβλήματα της ΕΕ δεν θα τελείωναν. Πρώτον, η εξόρυξη είναι μια μακρά διαδικασία και μέχρι να αρχίσουν να εξορύσσονται οι πρώτες ύλες, ακόμη και οι νέες τεχνολογίες θα μπορούσαν να εκτοπίσουν τις παλιές. Δεύτερον, οι πρώτες ύλες χρειάζονται τώρα για την πράσινη μετάβαση και για την αμυντική και διαστημική βιομηχανία και όχι μετά από 10 ή 20 χρόνια.

Η Κίνα έχει πλέον τη μερίδα του λέοντος σε ολόκληρη την αλυσίδα κρίσιμων πρώτων υλών από την εξόρυξη έως την τελική παραγωγή

Οι κινεζικές αρχές δεν ενδιαφέρονται για τα τριμηνιαία επιχειρηματικά αποτελέσματα. Σκέφτονται μακροπρόθεσμα. Από το 1987 κιόλας, όταν οι ΗΠΑ κυριαρχούσαν στην εξόρυξη και τα μέταλλα αυτά είχαν πολύ μικρότερη σημασία παγκοσμίως, ο τότε κυβερνήτης Deng Xiaoping, είχε πει: “Η Μέση Ανατολή έχει πετρέλαιο, η Κίνα έχει σπάνιες γαίες”. Αυτή η διάσημη φράση ειπώθηκε στο Μπαοτάου, όπου σήμερα πραγματοποιείται περισσότερο από το ήμισυ της παγκόσμιας εξόρυξης σπάνιων γαιών.

Επιπλέον η Κίνα καθιστά την επεξεργασία τόσο φθηνή που κανείς άλλος δεν μπορεί να την ανταγωνιστεί.

Οι κρατικά επιδοτούμενες βιομηχανίες εξόρυξης και επεξεργασίας στην Κίνα δεν λειτουργούν με γνώμονα το κέρδος, προς το συμφέρον των μετόχων, αλλά για γεωπολιτικά οφέλη. Εάν ελέγχει τις πρώτες ύλες, η Κίνα μπορεί να ελέγξει μια σειρά από στρατηγικές βιομηχανίες και συνεπώς τους ανταγωνιστές της. Όπως το βλέπει η ΕΕ, η Κίνα έχει γίνει ένας “συστημικός αντίπαλος”.

[ΠΗΓΗ: https://www.financialreport.gr/, της Πέπης Οικονομάκη, 23/11/2023]