Ο Κρυφός «Άσος» του Εξορυκτικού Κλάδου – Δυνατότητες και Προοπτικές

Μόλις την προηγούμενη Παρασκευή έγινε γνωστό ότι η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) προγραμματίζει συναντήσεις με εκπροσώπους των ελληνικών εταιρειών του εξορυκτικού κλάδου. Η είδηση πέρασε κάτω από τα ραντάρ της δημοσιότητας κάτι που επιβεβαιώνει τη συλλογική αδιαφορία για την ανάπτυξη ενός τομέα που έχει υπάρξει στυλοβάτης της οικονομίας και της εξωστρέφειας της χώρας. Πέραν όμως των όποιων σχολίων μπορούν να γίνουν για την υποτονικότητα με την οποία προσεγγίζονται τα θέμτα του κλάδου, δεν παύει να ισχύει ότι η Ελλάδα παραμένει, σε πείσμα των σύγχρονων επιταγών της πολιτικής, σημαντικός stakeholder της Ευρώπης σε μια περίοδο κατά την οποία επιχειρεί να γίνει αυτάρκης σε πρώτες ύλες.

Η αυξημένη ζήτηση για ενέργεια που συμβαδίζει με την αύξηση της ανάγκης για πρώτες ύλες, δημιουργεί μια δύσκολη εξίσωση για την παγκόσμια οικονομία. Το άλμα των τιμών της ενέργειας και των τιμών των μετάλλων, έκανε πρόδηλο στη βιομηχανία ορυκτών υλών ότι το μέλλον της δεν μπορεί να είναι πλέον το μοντέλο λειτουργίας ως βαριά βιομηχανία χαμηλής προστιθέμενης αξίας και ότι χρειάζεται να υιοθετήσει ένα νέο τρόπο για να επιβιώσει σε αυτές τις συνθήκες ανταγωνισμού. Υυπ’ αυτή την έννοια, ο ορυκτός πλούτος αποκτά ακόμη πιο μεγάλη σημασία.

Η ΕΕ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές βασικών πρώτων υλών για τη βιομηχανία της, δεδομένου ότι τουλάχιστον το 50% των παγκόσμιων εξορυκτικών πόρων εντοπίζεται σε χώρες του «τρίτου κόσμου.» Ταυτόχρονα, περίπου το 70% της ευρωπαϊκής μεταποίησης εξαρτάται από πρώτες ύλες που προέρχονται από την εξόρυξη -χαλκός, ψευδάργυρος, βωξίτης, νικέλιο, κοβάλτιο, πλατίνα και άλλα κρίσιμα ορυκτά.

Η τάση των τελευταίων δεκαετιών για μετεγκατάσταση βαρέων ευρωπαϊκών δραστηριοτήτων στον εξορυκτικό τομέα σε τρίτες χώρες, για λόγους διαχείρισης κόστους παραγωγής και προστασίας του περιβάλλοντος, μειώνει τον όγκο των νέων επενδύσεων στον κλάδο και την δραστηριότητα την έρευνα και καινοτομία, ενώ μεγαλώνει την πίεση σε επίπεδο ανταγωνισμού.

Από τη στιγμή δε που οι χώρες του «τρίτου κόσμου» δεν εφαρμόζουν πολιτικές βιώσιμης ανάπτυξης, οι ευρωπαϊκές στρατηγικές που περιορίζουν την εξόρυξη αποτυγχάνουν πλήρως να εκπληρώσουν τον πρωταρχικό στόχο τους, δηλαδή να μειώσουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου.

Είναι πρόδηλο ότι απαιτούνται νέες στρατηγικές για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις  και η εκ βάθρων αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η εξορυκτική βιομηχανία, ώστε να αντιμετωπιστεί το αδιέξοδο.

Η Ελλάδα διαθέτει σημαντικό ορυκτό πλούτο υψηλής ποιότητας, με τα ορυκτά της να διαθέτουν ένα μεγάλο φάσμα εξειδικευμένων χρήσεων γεγονός που προσφέρει στην οικονομία της χώρας ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα σε παγκόσμιο επίπεδο. Πολλώ δε μάλλον ότι η εξορυκτική βιομηχανία μας έχει έντονο εξωστρεφή χαρακτήρα, με τις εξαγωγές να αντιπροσωπεύουν πάνω από το 65% του εμπορικού ισοζυγίου μας.

Βωξίτης, αλουμίνα, αλουμίνιο, νικέλιο, ελαφρόπετρα, πυρίτιο, μάρμαρο, μπεντονίτης και μαγνησίτης, μεταξύ άλλων, καθιστούν την χώρα παγκόσμιο προμηθευτή βασικών βιομηχανικών ορυκτών, με σημαντικά μερίδια αγοράς.

Η Ελλάδα υπήρξε ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός στην ΕΕ, και ο πέμπτος μεγαλύτερος παγκοσμίως, λιγνίτη, ενώ υπάρχουν ακόμη σημαντικά κοιτάσματα αργίλου, ασβεστόλιθου, σχιστόλιθου, γύψου, χαλαζία κ.λπ.

Δεν πρέπει να αφαιρέσουμε από την εξίσωση την ύπαρξη σημαντικών κοιτασμάτων ορυκτών που παραμένουν ακόμη αναξιοποίητα ή έχει διακοπεί για διάφορους λόγους η εκμετάλλευσή τους -μαγγάνιο, χρωμίτης, ουράνιο , χρυσός, πετρέλαιο, σμύριδα, αλάτι – καθώς  διαθέτουμε επίσης και σημαντικό γεωθερμικό δυναμικό, που προσφέρεται είτε για ηλεκτροπαραγωγή, είτε για διάφορες θερμικές εφαρμογές.

To 2022, η ζήτηση για μεγάλο τμήμα των προϊόντων εξόρυξης και μεταλλουργίας ήταν υψηλή. Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Ελληνικών Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων, η αυξημένη ζήτηση επέφερε αύξηση τιμών που κυμάνθηκε μεταξύ 15% -20% σε σύγκριση με το 2021, κάτι που οδήγησε σε άνοδο 12,5% του ετήσιου κύκλου εργασιών.

Η ελληνική εξορυκτική βιομηχανία είναι σημαντικός κρίκος της αλυσίδας οικονομικής δραστηριότητας καθώς αποτελεί το 4-5% του ΑΕΠ, ενώ απασχολεί δεκάδες χιλιάδων εργαζόμενους.

Ωστόσο, οι προκλήσεις παραμένουν και θα πρέπει να απομακρυνθούμε από την προσκόλληση στις δάφνες του παρελθόντος. Χρειάζονται νέες τεχνολογίες εξόρυξης, με ισχυρό περιβαλλοντικό πρόσημο και επικαιροποίηση της νομοθεσίας σε επίπεδο ρυθμίσεων και αδειοδοτήσεων για να προσελκυστούν  οι απαραίτητες επενδύσεις για τη βιωσιμότητα του κλάδου.

Η εξορυκτική βιομηχανία μπορεί να γίνει πυλώνας των αναπτυξιακών προοπτικών της Ελλάδας, και σε επίπεδο κυκλικής οικονομίας, όπως επισήμανε ο Σύνδεσμος Ελληνικών Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων σε επιστολή του προς τον Πρωθυπουργό.

Χρειάζεται όμως να λυθούν πρώτα, τα προβλήματα που εμποδίζουν την ανάπτυξη του κλάδου.

[ΠΗΓΗ: https://www.energia.gr/, του Αδάμ Αδαμόπουλου, 30/10/2023]