Στο 15% του ΑΕΠ στοχεύει η ελληνική μεταλλουργία

Προσαρμοστικότητα και ευελιξία από την εξορυκτική βιομηχανία, την ώρα που οι τιμές, αλλά και τα κόστη των παραγόμενων προϊόντων έχουν πάρει την ανιούσα

Η επόμενη μέρα για τη βιομηχανία των Βασικών Μετάλλων τοποθετεί στο επίκεντρο τις πρωτοβουλίες ESG (Environment, Society, Government), την απανθρακοποίηοη και την εφαρμογή της πράσινης ατζέντας.

Παρά τις δύσκολες και πρωτόγνωρες συνθήκες που προκαλούνται από την ενεργειακή κρίση, την ενεργειακή μετάβαση, την ηλεκτροκίνηση, τα ανακυκλώσιμα υλικά, την κυκλική οικονομία και το κόστος χρήματος, ο κλάδος της ελληνικής μεταλλουργίας καλείται να ανταποκριθεί και να συμμετάσχει στον στόχο που έχει θέσει το σύνολο της ελληνικής βιομηχανίας να ξεπεράσει το στενά όριο του 8% – 9% συνεισφοράς στο ΑΕΙ I και να πιάσει στο 12% σε πέντε χρόνια και στο 15% σε βάθος δεκαετίας. Οι εκτιμήσεις των αναλυτών για επερχόμενη ύφεση το προσεχές διάστημα και έως ότου αποκλιμακωθεί ο πληθωρισμός και επιταχυνθεί η ιδιωτική κατανάλωση φρενάρουν κάποιες μεγάλες επενδύσεις, ωστόσο οι επενδύσεις σε ενεργειακές υποδομές μοιάζουν πλέον ως ανελαστικές δαπάνες. Ειδικά στην ελληνική αγορά τα ενισχυτικά πακέτα της Ευρώπης, αλλά και το ανεκτέλεστο των μεγάλων κατασκευαστικών ομίλων, που ανέρχεται περίπου στα 10 δια. ευρώ, δίνουν μια θετική προοπτική. Ωστόσο, σε ευρωπαϊκά επίπεδο αντιφατικές παραμένουν οι πρακτικές της Ε.Ε. ως προς τις ευρωπαϊκές ορυκτές πρώτες ύλες, γεγονός που δυσχεραίνει κρίσιμες αποφάσεις για τον κλάδο. Εάν ο τομέας των πρώτων υλών δεν γίνει ελκυστικός σε επενδύσεις, που θα τον βοηθήσουν να βελτιώσει τη βιώσιμη λειτουργία του από θέση ανταγωνιστική με τις εισαγόμενες πρώτες ύλες, τότε δεν θα μπορέσει να καλύψει ένα σημαντικό μέρος των αναγκών που προέρχονται από την εφαρμογή της Πράσινης Συμφωνίας (Green Deal). Λυτά θα οδηγήσει σε μεγαλύτερες εισαγωγές πρώτων υλών που θα έχουν παραχθεί με πολύ λιγότερους περιβαλλοντικούς περιορισμούς.

Χάλυβας, αλουμίνιο, χαλκός

Στην αγορά χάλυβα, η θετική τάση που παρατηρήθηκε στη ςιαινομενική κατανάλωση όλο το 2021 συνεχίστηκε και κατά το πρώτο τρίμηνο του 2022, αλλά επιβρα- δι’ινθηκε από τις συνεχιζόμενες, σοβαρές διακοπές της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας, την αύξηση των τιμών της ενέργειας και του κόστους παραγωγής. Ειδικότερα, οι παράγοντες αυτοί αναμένεται να επιβαρύνουν την αγορά ακόμη περισσότερο το δεύτερο εξάμηνο του 2022.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση Χάλυβα, στην τελευταία έκθεσή της τον Αύγουστο του 2022, τονίζει ότι η κατανάλωση χάλυβα αναμένεται να δει την τρίτη ετήσια ύφεση τα τελευταία τέσσερα χρόνια, αν και μέτρια (-1,7%, παλαιότερα είχε εκτιμηθεί στο -1,99ο), ως αποτέλεσμα των τριμηνιαίων μειώσεων που προβλέπονται κατά το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο τρίμηνο του 2022. Η φαινομενική κατανάλωση προβλέπεται να ανακάμψει το 2023 (+5.6%), αλλά η συνολική εξέλιξη της ζήτησης υπόκειται σε υψηλή αβεβαιότητα, η οποία αναμένεται να διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2023, δεδομένων των απρόβλεπτων εξελίξεων στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας και του αντίκτυπου που έχει στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού.

Ο κλάδος του αλουμινίου θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει τις μακροοικονομικές προκλήσεις, προσαρμόζοντας τη λειτουργία του για να μετριάσει τα δυνητικά προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας και τις αυξανόμενες πιέσεις κόστους.

Στον κλάδο του χαλκού, οι συνθήκες της αγοράς κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2022 αναμένεται να επιδεινωθούν, καθώς οι πληθωριστικές πιέσεις και τα αυξανόμενα επιτόκια δημιουργούν αβεβαιότητα και επηρεάζουν την ανάπτυξη στις περισσότερες αγορές.

Τα μέταλλα συσσωρευτών

Στο μεταξύ, τα μέταλλα συσσωρευτών (battery metals), λίθιο, νικέλιο, κοβάλτιο, μαγγάνιο, γραφίτης, τα οποία αποτελούν πρώτες ύλες για την παραγωγή μπαταριών απαραίτητων για τη βιομηχανία ηλεκτροκίνητων οχημάτων (EVs), συνεχίζουν να πρωταγωνιστούν. Οι τιμές λιθίου έχουν ήδη υπερτριπλασιαστεί από το 2021. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, η ευρύτερη περιοχή του Νομού Δράμας αποτέλεσε στο παρελθόν κύριο μεταλλευτικό κέντρο στην παραγωγή μαγγανίου και ιδιαίτερα της ποιότητας «battery grade». Αξιόλογο κοίτασμα βρίσκεται στην περιοχή του χωριού Γρανίτης, ανάμεσα στη Δράμα και στο Κάτω Νευροκόπι.

Ο κλάδος των Βασικών Μετάλλων αποτελεί σημαντικό εργοδότη στην ελληνική οικονομία, καθώς το 2021 απασχόλησε άμεσα περισσότερα από 20.000 άτομα, δηλαδή 0,5°ο του συνολικού εργατικού δυναμικού της Ελλάδας. Οι τιμές των πρώτων υλών [απομέταλλα (scrap) & μεταλλεύματα] αυξήθηκαν απότομα εν μέσω πανδημίας. Από την έναρξη του Covid-19 έως και τον Ιούνιο του 2021, οι τιμές αλουμινίου, χαλκού, σιδήρου και απομετάλλων χάλυβα αυξήθηκαν κατά 44%, 79%, 137% και 75,6% αντίστοιχα. Εντός της επόμενης δεκαετίας, τα έργα μεγάλης κλίμακας, αξίας άνω των 21,5 δια ευρώ, που σχεδιάζονται, αναμένεται να δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη και τις πωλήσεις του τομέα των Βασικών Μετάλλων. Η αξιοποίηση των δυνατοτήτων της βιομηχανικής παραγωγής έχει ανακάμψει και έχει ξεπεράσει τα προ πανδημίας επίπεδα, αλλά η λειτουργική δυνατότητα περιορίζεται ακόμα στο 77%. Οι Έλληνες κατασκευαστές μετάλλων θα πρέπει να δουν το γεγονός αυτό ως ευκαιρία και να στηρίξουν περαιτέρω την παραγωγή, εστιάζοντας στις εξαγωγές. Οι αναλυτές εξηγούν πως την τελευταία δεκαετία η βαριά βιομηχανία και ειδικότερα ο τομέας των Βασικών Μετάλλων έχει υποστεί σημαντικό «disruption» στη χώρα μας και παγκοσμίως. Ωστόσο, παρά τις όποιες αντιξοότητες και εν μέσω της πανδημίας, ο συγκεκριμένος βιομηχανικός κλάδος ακολουθεί σταθερή τροχιά ανάπτυξης και μετασχηματισμού.

Τα κόστη δεν κάλυψαν τη ζήτηση

Παράλληλα, οι εξορυκτικές βιομηχανίες μέχρι στιγμής έχουν επιδείξει αντοχή, προσαρμοστικότητα και ευελιξία στη διαχείριση της πανδημίας, αλλά και της κρίσης του πολέμου μεταξύ Ρωσίας – Ουκρανίας, προκειμένου να ανταποκριθούν στην αυξημένη ζήτηση προϊόντων τους και να αντιμετωπίσουν, κατά το δυνατόν, τις ισχυρές ανοδικές πιέσεις στο κόστος παραγωγής. Μέχρι στιγμής έχει καταγραφή σημαντική ζήτηση πρώτων υλών με καλές τιμές, αύξηση 10% της παραγωγής (σε τόνους εμπορεύσιμων τελικών προϊόντων), αύξηση 10% των πωλήσεων συνολικά του εξορυκτικού κλάδου σε 1,52 δια ευρώ, αύξηση 15% των εξαγωγών, μείωση 3% του αριθμού των απασχολούμενων.

Ο κλάδος της εξορυκτικής βιομηχανίας κατέγραψε πολύ αυξημένη ζήτηση πρώτων υλών και μετάλλων, η οποία δεν μπορούσε να καλυφθεί από τους προμηθευτές. Η αυξημένη ζήτηση μετάλλων οδήγησε σε πρωτοφανείς αυξήσεις τιμών. Επίσης η συνεχιζόμενη πρωτοφανής ζήτηση μετάλλων και μεταλλικών προϊόντων υπερέβη τη δυναμικότητα παραγωγής των εγκαταστάσεων.

Πολύ μεγάλη ιίταν επίσης η αύξηση θαλασσίων ναύλων. Η μεγάλη έλλειψη σε containers, σε συνδυασμό με την έλλειψη ανθρωπίνου δυναμικού λόγοι του Covid-19 δημιούργησε επίσης μεγάλες καθυστερήσεις στη διακίνηση των προϊόντων στα λιμάνια, επιτείνοντας τη μη κάλυψη της ζήτησης και κατ’ επέκταση επιφέροντας σημαντική δυσλειτουργία της εφοδιαστικής αλυσίδας.

Επιπλέον, μεγάλη ήταν η αύξηση του κόστους παραγωγής των ορυκτών πρώτων υλών, των καθετοποιημένων προϊόντων τους, των μετάλλων και των συμπυκνωμάτων, λόγω των μεγάλων αυξήσεων των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας και των τιμών των αναγκαίων για την παραγωγή πρώτων υλών.

Ωστόσο, η αύξηση της ζήτησης και των τιμών στα προαναφερθέντα προϊόντα του κλάδου δεν κατόρθωσε να αντισταθμίσει τα μεγάλα κόστη παραγωγής και διακίνησης. Οι ίδιες εξελίξεις σημειώθηκαν στο μάρμαρο και στα αδρανή υλικά, με θετικά και αρνητικά αποτελέσματα.

[ΠΗΓΗ: ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, της Λέττας Καλαμαρά, 29/11/2022]