Οι επενδύσεις στην εξορυκτική βιομηχανία

Η εξόρυξη και η διασυνδεμένη με αυτήν μεταλλουργία της χώρας μας είναι ένας εξωστρεφής κλάδος με σημαντικό αποτύπωμα στην Εθνική Οικονομία. Παρά τη δεκαετή οικονομική κρίση και τη συνεχιζόμενη υγειονομική, ο εξορυκτικός κλάδος συμβάλλει σταθερά και σημαντικά στο ΑΕΠ της χώρας. 

Στην πενταετία 2012-2016, οι ενεργές επιχειρήσεις του κλάδου μειώθηκαν κατά 45%, το 5% από αυτές έχουν αντικείμενο τα μεταλλεύματα, το 31% την εξόρυξη μαρμάρων και το 47% την εξόρυξη αδρανών ενώ μόλις το 50% είναι κερδοφόρες.

Παρότι οι ορυκτοί πόροι της χώρας είναι πλούσιοι, η δημιουργία αξίας -ή πλούτου- εξαρτάται από σειρά παραμέτρων που αφορούν τη γεωλογική γνώση των κοιτασμάτων, τη διεθνή οικονομική συγκυρία, το ρυθμιστικό πλαίσιο και τις διαθέσιμες υποδομές. Είναι φανερό ότι η εξορυκτική βιομηχανία έχει μεγάλο ρίσκο επένδυσης και μικρή αποδοτικότητα, αλλά οι σωστές επενδύσεις μπορούν να αποφέρουν μακροχρόνιες και σταθερές χρηματορροές. Τα σημαντικά πλεονεκτήματα της ελληνικής εξορυκτικής βιομηχανίας αναγνωρίζονται και από την Επιτροπή Πισσαρίδη, η οποία επισημαίνει ιδιαίτερα την παρουσία στις διεθνείς αλυσίδες αξίας και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα. Εκτιμάται ότι η εξόρυξη, εντασσόμενη στις προβλέψεις του Σχεδίου «Ελλάδα 2.0», μπορεί να κινητοποιήσει επενδύσεις πάνω από μισό δισ. ευρώ που αφορούν:

  • Την προσαρμογή στις προκλήσεις της Βιομηχανίας 4.0, με έργα αναβάθμισης μεταλλουργικών μονάδων και καθετοποίησης προϊόντων.
  • Τον εκσυγχρονισμό μεταλλείων και λατομείων με αυτοματοποίηση διαδικασιών, εφαρμογές ρομποτικής και αλλαγές εξοπλισμού με στόχο τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος.
  • Την εφαρμογή των αρχών κυκλικής οικονομίας με αξιοποίηση δευτερογενών πρώτων υλών.
  • Καινοτομίες στην παραγωγική διαδικασία, στη μεταλλευτική έρευνα για ανεύρεση νέων κοιτασμάτων και λειτουργία καινοτόμων μονάδων αξιοποίησης Ορυκτών Πρώτων Υλών στις περιοχές απολιγνιτοποίησης.

Από την άλλη πλευρά, τα σημαντικότερα κρίσιμα θέματα που αποτελούν τροχοπέδη στην αναπτυξιακή της πορεία αφορούν:

  • Την πολύ αργή και περίπλοκη περιβαλλοντική αδειοδότηση, με χρόνους που ξεπερνούν τα τρία με τέσσερα χρόνια.
  • Τις ασάφειες στην ενσωμάτωση του ευρωπαϊκού δικαίου όσον αφορά τη δασική και λατομική νομοθεσία.
  • Τον αποκλεισμό εξόρυξης στερεών ορυκτών σε περιοχές NATURA 2000, παρά τις αντίθετες προβλέψεις ευρωπαϊκών οδηγιών.
  • Τις επιβεβλημένες αλλαγές στον Λατομικό Νόμο, διατάξεων οι οποίες οδηγούν σε αυξημένο κόστος λειτουργίας.
  • Τη σημαντική επιβάρυνση που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις λόγω υπολογισμού των μεταλλευτικών τελών με βάση την έκταση των παραχωρήσεων.

*Ο κ. Αθανάσιος Κεφάλας είναι πρόεδρος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων.

[ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, του Αθανάσιου Κεφάλα*, 25/4/2021]