ΛΑΡΚΟ: Ποιοι είναι οι «μνηστήρες» για τη βιομηχανία νικελίου

Το ενδιαφέρον εταιρειών του εξωτερικού κινητοποιεί, σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, ο διπλός διαγωνισμός για την πώληση της βιομηχανίας νικελίου ΛΑΡΚΟ. 

Πρόκειται για εταιρείες οι οποίες είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον στο πλαίσιο του άτυπου market test που διενεργήθηκε από το ΤΑΙΠΕΔ το προηγούμενο διάστημα. Συγκεκριμένα, για τον μεγαλύτερο παραγωγό σιδηρονικελίου της Ευρώπης φέρεται να έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον εταιρείες από τη Ρωσία και την Ελβετία, χωρίς να αποκλείεται ο κύκλος των “μνηστήρων” να διευρυνθεί και από Έλληνες συνεταίρους. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με πηγές του Capital.gr, κατά το πρόσφατο παρελθόν ξένοι ενδιαφερόμενοι είχαν βολιδοσκοπήσει ελληνικούς ομίλους, αναζητώντας έναν τοπικό εταίρο προκειμένου να συμμαχήσουν στη διεκδίκηση της βιομηχανίας νικελίου. 

Το ενδιαφέρον για τη ΛΑΡΚΟ ενισχύεται και από τις εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες και προοπτικές της αγοράς του σιδηρονικελίου, αλλά και ενός άλλου υποπροϊόντος που περιέχεται στο νικέλιο, του περίφημου κοβαλτίου. Η ζήτηση για το συγκεκριμένο μετάλλευμα είναι υψηλή, καθώς, λόγω των ιδιοτήτων του, χρησιμοποιείται για την κατασκευή μπαταριών ιόντων λιθίου, που έχουν χρήση σε κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, καθώς και σε ηλεκτρικά αυτοκίνητα. 

Υπό το πρίσμα αυτό, στους δύο διαγωνισμούς που διενεργούνται για την πώληση της ΛΑΡΚΟ και των περιουσιακών της στοιχείων, τον πρώτο από τον ειδικό διαχειριστή και τον δεύτερο από το ΤΑΙΠΕΔ, καλλιεργούνται προσδοκίες για παρουσία, τουλάχιστον στην πρώτη φάση, της μη δεσμευτικής εκδήλωσης ενδιαφέροντος αρκετών υποψήφιων επενδυτών. 

Σημειώνεται ότι, εκτός από τις μεσομακροπρόθεσμες θετικές προοπτικές της αγοράς για το νικέλιο και το κοβάλτιο, το τελευταίο διάστημα έχουν ανακάμψει και οι τιμές του μετάλλου στη διεθνή αγορά εμπορευμάτων. Συγκεκριμένα, από τα χαμηλά έτους στα 11.000 δολάρια ο τόνος τον περασμένο Απρίλιο, αυτήν τη στιγμή η τιμή του νικελίου βρίσκεται κοντά στα 16.000 δολάρια ο τόνος.

Περιουσία

Πηγές της αγοράς επισημαίνουν ότι στους δύο διαγωνισμούς η πραγματική περιουσία και τα πάγια με τη μεγαλύτερη αξία είναι τα ορυχεία που διατίθενται. Σύμφωνα με την πρόσκληση που δημοσιεύτηκε από τον ειδικό διαχειριστή, η ιδιωτική περιουσία της ΛΑΡΚΟ που θα διατεθεί στον πρώτο διαγωνισμό περιλαμβάνει τα μεταλλευτικά δικαιώματα επί των μεταλλείων της Εύβοιας, της Φθιώτιδας και της Βοιωτίας (Άγιος Ιωάννης), τα μεταλλεία της Καστοριάς, αποθέματα μεταλλευμάτων, υποπροϊόντα και ανακυκλώσιμα υλικά, καθώς και αγροτεμάχια. Αντίστοιχα, στον ανεξάρτητο δημόσιο διεθνή ανοιχτό διαγωνισμό που θα προκηρύξει το ΤΑΙΠΕΔ για λογαριασμό του ελληνικού Δημοσίου θα διατεθούν τα μεταλλευτικά δικαιώματα επί του δημόσιου μεταλλείου Λάρυμνας μαζί με το μεταλλουργικό εργοστάσιο Λάρυμνας, οι εδαφικές εκτάσεις, οι κτιριακές εγκαταστάσεις, ο μηχανολογικός εξοπλισμός κ.λπ., καθώς και το δημόσιο μεταλλείο Λουτσίου.

Shoot out

Η πρόσκληση για τον πρώτο διαγωνισμό περιλαμβάνει ρήτρα Shoot out, η οποία δίνει τη δυνατότητα στον προτιμητέο επενδυτή να πλειοδοτήσει ταυτόχρονα και στον διαγωνισμό που θα προκηρύξει το ΤΑΙΠΕΔ. Στόχος είναι να προκύψει από τους δύο διαγωνισμούς ένας κοινός αγοραστής, ο οποίος και θα αναλάβει τις τύχες της βιομηχανίας με στόχο να την καταστήσει βιώσιμη και να συνεχιστεί η λειτουργία της.

“Αγκάθια”

Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν μια σειρά από ανοιχτά ζητήματα τα οποία αποτελούν “βαρίδια” για την εξέλιξη και την επιτυχή έκβαση των δύο διαγωνισμών. Κατ’ αρχάς το ζήτημα του κόστους ενέργειας αποτελεί ένα από τα κυριότερα προβλήματα. Οι οφειλές της ΛΑΡΚΟ προς τη ΔΕΗ ξεπερνούν τα 350 εκατ. ευρώ, ενώ μέχρι πρόσφατα η εταιρεία αδυνατούσε να φανεί συνεπής στον διακανονισμό που είχε συμφωνηθεί. Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα αφορά τον πεπαλαιωμένο εξοπλισμό του εργοστασίου της Λάρυμνας.  Εκτιμάται ότι θα χρειαστεί εκ βάθρων εκσυγχρονισμός του εργοστασίου και εκτεταμένες επενδύσεις προκειμένου να καταστεί εκ νέου ανταγωνιστική η λειτουργία της βιομηχανίας. Ακόμα ένα σοβαρό “αγκάθι” αφορά την περιβαλλοντική ρύπανση και τις περιβαλλοντικές αποκαταστάσεις που θα πρέπει να γίνουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι βρίσκεται σε εκκρεμότητα περιβαλλοντικό πρόστιμο ύψους 50 εκατ. ευρώ.

Παράλληλα, τα οικονομικά μεγέθη της εταιρείας είναι δραματικά, με τη χρήση του 2018 να κλείνει με αρνητική θέση 308 εκατ. ευρώ. Στην τριετία 2015-2018 η ΛΑΡΚΟ έχει γράψει ζημίες 148 εκατ. ευρώ. Και, βέβαια, υπάρχει πάντα σε εκκρεμότητα το πρόστιμο για την επιστροφή της παράνομης κρατικής ενίσχυσης, ύψους 105 εκατ. ευρώ, που αποφάσισε το ευρωδικαστήριο. Είναι σαφές, δηλαδή, ότι από το κατά πόσο θα βρεθούν ρεαλιστικές και βιώσιμες λύσεις για τα “βαρίδια” της υπόθεσης ΛΑΡΚΟ θα εξαρτηθεί και η επιτυχία του εγχειρήματος για την πώληση και συνέχιση της λειτουργίας της βιομηχανίας.

Ιστορική διαδρομή

Η ΛΑΡΚΟ είναι μία από τις πιο ιστορικές ελληνικές βιομηχανίες, με την ιστορία της να ξεκινά το 1952, όταν η “Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων” του Πρόδρομου Αθανασιάδη-Μποδοσάκη αναδείχθηκε πλειοδότης στον διαγωνισμό για την παραχώρηση των μεταλλείων της Λάρυμνας. Έντεκα χρόνια αργότερα, στις 10 Απριλίου του 1963, ιδρύθηκε με τη συνδρομή της γαλλικής “Le Nickel” η ΛΑΡΚΟ. Στην ακμή της η εταιρεία έφτασε να απασχολεί πάνω από 1.300 εργαζομένους, προμηθεύοντας με νικέλιο μεγάλες χαλυβουργίες. Με τον θάνατο του Μποδοσάκη το 1979 αρχίζει η εταιρεία να αντιμετωπίζει προβλήματα και το 1982 υπάγεται σε καθεστώς ελέγχου από δημόσιους οργανισμούς. Το 1987 μπαίνει σε καθεστώς εκκαθάρισης εν λειτουργία και το 1989 δημιουργείται η νέα ΛΑΡΚΟ, με μετόχους την Εθνική, τη ΔΕΗ και το Δημόσιο. 

Συνολικά πραγματοποιήθηκαν τρεις αναδιαρθρώσεις, με αλλεπάλληλες κεφαλαιακές ενέσεις, λόγω συσσωρευμένων ζημιών. Η εταιρεία καταφέρνει να γυρίσει σε κέρδη, λόγω και της ευνοϊκής συγκυρίας της αγοράς των εμπορευμάτων το 2001. Ωστόσο, η κρίση του 2009 βρίσκει εκ νέου την εταιρεία ζημιογόνο, με το Δημόσιο και την ΕΤΕ να υποχρεώνονται εκ νέου να καταβάλουν μέσω ΑΜΚ 65,5 εκατ. ευρώ για να κρατηθεί η εταιρεία στη ζωή και να αποκρατικοποιηθεί. Το 2014 η Γ.Δ. Ανταγωνισμού της Ε.Ε. απεφάνθη ότι η ΑΜΚ αλλά και τα δάνεια που δόθηκαν με εγγύηση του Δημοσίου συνιστούσαν παράνομη κρατική ενίσχυση. Μόνο τη δεκαετία 2009-2019 υπολογίζεται ότι η ΛΑΡΚΟ έχει κοστίσει σωρευτικά στο ελληνικό Δημόσιο πάνω από μισό δισ. ευρώ.

[ΠΗΓΗ: https://www.capital.gr/, του Χάρη Φλουδόπουλου, 29/11/2020]