το τέλος μιας εποχής

Πολύ ενδιαφέρουσα η γνώμη του Γιώργου Σκαμπαρδώνη στην Μακεδονία της Κυριακής για το παρόν και το μέλλον της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Διαβάζοντας το άρθρο του με τίτλο Η Ρέμβη έχει τελειώσει, σίγουρα ανακαλύπτουμε και κάποιες δικές μας σκέψεις…

«Πάλι με τη ΔΕΘ θα ζούμε το ίδιο αβάσταχτο σκηνικό έστω και με λιγότερο βλαχογκλάμουρ, αφού δεν θα πλακώσουνε εδώ οι παραδυναστεύοντες, οι γλείφτες και οι ντόπιοι παρατρεχάμενοι, που επιδιώκουν φωτογραφίες, δημόσιες σχέσεις και κυρίως να αγγίξουνε για μία στιγμή το ιερό ιμάτιο του πρωθυπουργού. Και πάλι είδαμε το επαναστατικό αερόμπικ, πιλάτες με πλακάτ, τον κάθε διατεταγμένο ή όχι στην πικρία, που ήρθε να τσιρίξει βάσει σεναρίου. Όποτε μαζεύονται χιλιάδες αστυνομικοί, μπλοκάρεται η πόλη από παντού, δεν κυκλοφορεί ούτε μηχανάκι και οι ενδεχόμενοι επισκέπτες τρέπονται σε άνανδρη φυγή. Τι θα μας μείνει Η μανούρα, οι βρομιές, οι μάταιες κραυγές και κάποιες δηλώσεις που θα μπορούσαν να είχαν γίνει από την Αθήνα, την Αράχοβα ή τον Πύργο Ηλείας. Έχει δίκιο ο κυρ Γιάννης: Αυτή η ιστορία με την επίσκεψη του πρωθυπουργού πρέπει κάποτε να λήξει ή να αποσυνδεθεί και η ΔΕΘ να αναπνεύσει αν και νομίζω ότι η υπόθεση της Έκθεσης, ως έχει, μάλλον εξέπνευσε. Χάθηκε το πρόσωπο, ο συμβολισμός, η γοητεία, άλλαξαν οι συνθήκες, πάλιωσε το μοντέλο, έχασε τη μυθολογία, μολύνθηκε από τους πολιτικούς και τους συνδικαλιστές, παρήκμασε, ζάρωσε, έμεινε χωρίς λάμψη και νόημα. Η ΔΕΘ έπρεπε να είχε φύγει εκτός πόλεως και όλη αυτή η άκρως προνομιούχα περιοχή να γίνει όχι απλώς πάρκο αλλά εντός του πάρκου ένα πανελλήνιο ή και παγκόσμιο κέντρο τεχνών και τεχνολογίας με γκαλερί, χώρους εικαστικών αναζητήσεων, βιβλιοθήκες, φουτουριστικά κτίσματα μουσικών εκδηλώσεων, θέατρα, χορό, καλλιτεχνικά καφέ και ό,τι λαμπρότερο και πιο τολμηρό μπορεί να φανταστεί κανείς, ώστε να πάρει μία άλλη διάσταση και η ίδια η πόλη. Να μεταβληθεί η αναπνοή της, το νόημά της, να λάβει την κατεύθυνση και το περιεχόμενο που της αρμόζει: μία Θεσσαλονίκη του εμπορίου, των τεχνών, της τεχνολογίας και των μεγάλων αναζητήσεων. Ξέρω ότι η νέα διοίκηση μετά τη συγχώνευση των δύο εταιρειών πασκίζει να δώσει λύσεις, να συνδέσει τη ΔΕΘ με τις νέες τεχνολογίες, να επαναφέρει ταυτόχρονα κάποια λαϊκότητα, ώστε να αυξηθούν οι επισκέπτες, που πέρυσι έπεσαν στους 120.000 από το 1 εκατομμύριο. Μακάρι να τα καταφέρει, αν και είναι φανερό πως η Έκθεση χρειάζεται έναν νέο κεντρικό άξονα με μακροπρόθεσμες στοχεύσεις, σταδιακή αλλαγή προσώπου, ώστε να τραβήξει τους νέους και να γίνει παλλόμενο επίκεντρο της πόλης. Αυτό που υπάρχει τώρα και λειτουργεί το λέω ως γενική αίσθηση έχει ξεπεραστεί. Λυπάμαι, αλλά έτσι το νιώθω ως Θεσσαλονικεύς. Δεν έχω πια καμιά διάθεση να πάω εκεί ακόμη και η σκέψη μού προκαλεί θλίψη ή έστω πλήξη. Και ό,τι γίνει τελικά στο μέλλον να προστατευτεί από τους πολιτικούς, τους συνδικαλιστές, τους φοιτητοπατέρες και τους εκάστοτε οπαδούς ως κόρη οφθαλμού, εφόσον εμείς οι Έλληνες έχουμε ιδιαίτερο ταλέντο στο να μολύνουμε και να ξεφτιλίζουμε θεσμούς, χώρους και οργανισμούς, κάτι που δείχνει και το βαθμό βαρβαρότητας στον οποίο έχουμε ξεπέσει. Το βαθμό αναίδειας. Ήδη της έχουμε βγάλει τα μάτια της ΔΕΘ. Φτάνει. Βέβαια το πιθανότερο είναι να μην αλλάξει τίποτε, αφού, ό,τι και να πας να κάνεις εδώ, αυτόματα αναφύονται μηχανισμοί ματαίωσης. Βγαίνουνε πάντα διάφοροι και αντιδρούν και εντέλει ματαιώνονται τα πάντα. Η τάση μας είναι γενικώς ερασιθάνατη, μία ροπή προς τη ζωή εν Τάφω, προς τα μουσεία, τη βαλσάμωση, την ασάλευτη ζωή, την τελειωμένη. Να μη γίνει ποτέ τίποτε πραγματικά καινούργιο. Κατά τα άλλα είμαστε προοδευτικοί κυρίως. Δεν ξέρω μέσω ποιου διαμεσολαβητικού ιδεολογήματος καταντήσαμε έτσι: ρακοσυλλέκτες. Εργολάβοι μιας μνήμης που έχει σβήσει πια. Ευνούχοι χωρίς βούληση και πάθος, που πίνουνε ληγμένη μαύρη μπίρα. Χωρίς όραμα και ισχύ. Ίσα, ίσα που υπάρχουμε αντιδρώντας. Μόνον αντιδρώντας, ψευτοσυντηρώντας και ποτέ φτιάχνοντας. Η Ρέμβη και η ρέμβη γενικώς έχει τελειώσει. Αλλά εμείς συνεχίζουμε να ρεμβάζουμε. Ακόμη ζούμε με την εικόνα του πραγματικού Καραμανλή να κόβει την κορδέλα, έχοντας δίπλα του τον Παπαληγούρα, τα παπα λιγούρια και τους αιωνίως παρατρεχάμενους για μία τυχαία φωτογραφία, που θα καταλήξει στον μπουφέ ενός μίζερου μέλλοντος.»